www.rethemnosnews.gr απόψεις ΣΑΒΒΑΤΟ 27 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024 Αποµαγνητοφωνήσεις από το αρχείο ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΠΡΙΛΑΚΗ ΚΑΒΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Ειρήνη Μπριλάκη Καβακοπούλου (1924-2011) Η πρώτη Ρεθεμνιώτισσα λαογράφος. Μια Σπηλιανή που έγραψε, ιστορία, ποιΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ήματα, λαογραφικές αναΗΛΙΑΣ Ν. ΛΟΥΛΟΥΔΗΣ φορές και πλούτισε με τη δυνατή πέννα της τα Ρεθεhlouloudis@gmail.com μνιώτικα Γράμματα. Θεωρώ τιμή και προσωπική ευτυχία, την παραχώρηση μεγάλου μέρους από το αρχείο της και συγκεκριμένα ψηφιοποιημένες ηχογραφήσεις από μπομπίνες ήχου και κασέτες μαγνητοφώνου. Μνήμες, διηγήσεις, ήθη, έθιμα, μουσικές και ένα σωρό μυρωδιές και αρώματα. Αυτά θέλησε να διασώσει. Όλα όσα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής τότε. Όλα όσα ξεφτίζουν και μπαίνουν στο αραχνιασμένο ράφι του χρόνου. Η Ειρήνη αγαπούσε πολύ τον τόπο της καθώς και αυτά τα μικρά που κάνουν τις στιγμές της ζωής μας μεγάλες. Έχει καταγράψει προσωπικά βιώματα , στα ποιήματα της . Το σημαντικότερο όμως είναι ότι κατέγραψε-είναι η Μοναδική-το Λαϊκό πολιτισμό του Σπηλίου και της ευρύτερης περιοχής, μέσα από αμέτρητες προφορικές καταγραφές. Η Ειρήνη έχει χαρακτηριστεί ως η «Σπηλιανή Δόμνα Σαμίου». Έχοντας μελετήσει το έργο και γνωρίζοντας το χαρακτήρα και το πάθος της για τη διάσωση σε ότι διασώζεται, θα τολμήσω να Ιωάννης Καλογεράκης-Καστανάς (1899-1990) ΚΩΔ: Ε1_ΙΚ2 | Σπήλι, 8-9-1988 Το τραγούδι απαγγέλει ο Γιάννης Καλογεράκης, λέγοντας ότι το βρήκε στο σπίτι της γιαγιάς του στο βουργίδι του αδερφού της μητέρας του Μανέλη Ταταράκη, όταν ο θείος έλειπε μετανάστης στην Αμερική. Ήταν σε ένα βιβλιαράκι του οποίου ήταν κατεστραμμένο το υπόλοιπο και δεν κατάφερε να διασώσει από μνήμης κάτι περισσότερο. Ήταν εγγράμματος, έχοντας φοιτήσει τουλάχιστον τέσσερεις τάξεις, στο Δημοτικό σχολείο Σπηλίου, μαθαίνοντας γραφή με χαρακοκόντυλο. Το Δημοτικό σκολείο στεγαζόταν σε οίκημα δίπλα στον Άγιο Χαράλαμπο με δάσκαλο τον Αλέξανδρο Καλογρίδη. Όπως τονίζει το οίκημα αρκούσε μόνο για τις τέσσερεις πρώτες τάξει, ενώ για τις δύο τελευταίες ενοικιαζόταν άλλος χώρος (?) στο Σπήλι όπου υπηρέτησε κάποιος δάσκαλος Παπαδάκης από τα Σελιά όπως και ο Στελής του Παπαδαποστόλη (?) από το Σπήλι. Το τραγούδι περιγράφει κάποια μάχη (?) σε Επαρχία του Ρεθύμνου όπως δηλώνουν δυο φορές ρητά οι στίχοι. Αν λάβουμε υπόψη τη διαδρομή, Τρυπητή, Κομητάδες, Πατσιανός είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι πρόκειται για μάχη στην επαρχία Αγ. Βασιλείου μετά τα σύνορα με την επαρχία Σφακίων. Πιθανόν στο Ροδάκινο ή στον Αη Γιάννη (?). Στο τραγούδι (ρίμα) αναφέρεται όλη η καταδρομική ομάδα του Λιάπη. • Μαμάλιος (Στρατής Μαμαλάκης –Ροδάκινο) • Αποκορωνιώτης (Άγνωστος) • Τσάκαλος (Γεώργιος Πενθερουδάκης – Κούμοι Ρεθύμνου) • Γαλάνης( Νίκος Γαλάνης – Ανηψιός του Λιάπη- Ροδάκινο) • Τσούρδος (Μανόλης Τσούρδος –Ασκύφου) • Βαγιωνής ( Δημήτρης Βαγιωνής – Ρούστικα Ρεθύμνου) • Στρεψάκης Γιώργης (Άγνωστος) Η μάχη που περιγράφεται έχει γίνει πιθανόν μετά τον Ιούλιο του 1890. Υπάρχει επιστολή με ημερομηνία 1 Ιουλίου 1890, προς τον Ανδρέα Γαλερό. Στην επιστολή ο Λιάπης προτρέπει τον Αντρέα να σχηματιστεί ομάδα κρούσης καθώς και την πρόθεση του να συμμετάσχει από τον Πειραιά που κατοικούσε. Οι συγκεκριμένοι στίχοι της ρίμας (προς το παρόν) δεν έχουν εντοπιστεί σε κανένα αρχείο. Υπάρχουν ορισμένες παρόμοιες ρίμες που περιγράφουν το ίδιο γεγονός. Σε κάθε περίπτωση οι στίχοι της ρίμας είναι μοναδικοί και πολύτιμοι. την θεωρήσω ως ισάξια του Γιαννιώτη ποιητή και λαογράφου Κώστα Κρυστάλλη. Δανείζομαι τα λόγια του Κρυστάλλη για την κοινή τους νοσταλγία σχετικά με τον γενέθλιο τόπο , τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με τις ρίζες. «[…] και με τα σιδερένια νύχια του λογισμού, σαν κακούργος σκάφτω την έρμη μου καρδιά κι από των χρόνων τα λιθοσώρια ξεθάφτω τες παλιές μου Ενθύμησες. Οι πρώτες συγκίνησες, που κέντησαν την παιδική μας ψυχή, αφήνουν μέσα μας Ενθύμησες άσβεστες· κ’ είναι το νήμα το μυστικό οπού μας δένει και μας κολλάει με τους τόπους που πέρασε η νιότη μας» Ξεκινάμε λοιπόν ένα ταξίδι στο παρελθόν με τη σειρά δημοσιευμάτων «Εν Σπηλίω: Των Καιρών Ρήματα …». Ο αναγνώστης θα έχει τη δυνατότητα, να περιηγηθεί σε τόπους - μέρη του Σπηλίου, να γνωρίσει την πολιτισμική σπουδαιότητα των ηχογραφήσεων και αθησαύριστα στοιχεία για την ιστορική και λαογραφική εξέλιξη της περιοχής. Το πολύτιμο αρχείο ευτυχώς έχει διασωθεί και ένας μεγάλο αριθμός ηχητικών καταγραφών έχει ψηφιοποιηθεί από τα παιδιά της λαογράφου. Οφείλω θερμές ευχαριστίες στους Σπύρο και Δημήτρη Καβακόπουλο για την εμπιστοσύνη και την ευγενική παραχώρηση του αρχείου. Η απομαγνητοφώνηση των ηχητικών καταγραφών αποδεικνύεται χρονοβόρα, δύσκολη και κοπιώδης λόγω τεχνικών προβλημάτων που έχουν προκύψει στην ψηφιοποίηση. Η βοήθεια για πληροφορίες και διευκρινήσεις από Σπηλιανούς, Ιστορικούς, Λαογράφους, Συλλέκτες κτλ αποδεικνύεται εξαιρετικά σημαντική. Τα κείμενα θα είναι αυτούσια από την απομαγνητοφώνηση ή όπου κρίνεται αναγκαίο θα παρατίθενται με απλό κείμενο. Οι πληροφορίες και τα συμπληρωματικά στοιχεία είναι του γράφοντος και προφανώς θα μπορούν να σχολιαστούν η να εμπλουτιστούν από παρατηρήσεις και υλικό από τον κάθε ενδιαφερόμενο αναγνώστη. Το φωτογραφικό υλικό προέρχεται από το προσωπικό μου αρχείο εκτός από τις φωτο διαδικτύου για τις οποίες θα αναφέρεται ρητά η πηγή. Με αυτή την προσπάθεια διασώζονται μερικές ψηφίδες από τη μικροιστορία του τόπου. Τέλος να τονίσω ότι πρόθεση του γράφοντος είναι απλά η απομαγνητοφώνηση, τεκμηρίωση και δημοσίευση στον τοπικό τύπο των θησαυρισμάτων του αρχείου. Ελπίζω στο τέλος αυτής της προσπάθειας να βρεθεί κάποιος φορέας (Δήμος . ΙΛΕΡ κτλ) να υιοθετήσει, εκδίδοντας όλα αυτά τα θησαυρίσματα τιμώντας το έργο και τη μνήμη «της Θυγατέρας του Λόγου και του Πολιτισμού». Το τραγούδι του Λιάπη Κάθε πρωί με το δροσιό, απ ανοίγει το λουλούδι Ακούσετε να σας πω, λυπητερό τραγούδι. Τραγούδι να το μάθετε, τραγούδι να το λέτε Τσι χριστιανούς εκείνου σας, να κάθεστε να κλαίτε. Το 1800 ή στα 90 απάνω, ακούσετε μου Ήντα κάμενε ο σκύλος, ο Σουλτάνος. Κάθουνταν όλοι οι γ΄άρχοντες, τσι Κρήτης και μιλούνε και λένε ήντα να κάνουνε, πράμα που δεν μπορούνε. Και αθιβολές εφέρανε, και λέγαν για τσ’ αγάδες Ήρθε καιρός να πάψουνε, του κόσμου οι ραγιάδες. Ο Πατριάρχης κάθεται με τον Μητροπολίτη Σ’ούλο τον γκόσμο γράψανε, και στο νησί της Κρήτης Καμπάνες μη σημαίνουνε, εκκλησές μη λειτρουργούνε Παιδιά να μη βαφτίζουνε, και άντρες να μη βλογούνε Γιατί ο Σουλτάνος τόκαμενε, εις όλο ντου το κράτος Για να τσι βάλει τσι Ρωμιούς, εις στο ζυγό από κάτω Ο Λιάπης απίς τόμαθενε , αλλού δεν κουβεντιάζει. Μα βάνει ο νους του μια δουλειά και βαριαναστενάζει. Έναν τσιγάρο ετύλιξενε, γλήγορα τον πίνει Κι από τη ντόση μάνητα, έβραζενε σαν καμίνι Και του προέδρου ένα παιδί, σιμώνει και του λέει Λιάπη ήντα χεις σήμερο, και μόνο απού δε κλαίεις Α με ρωτάς, ήντα χω γω , και είναι σκληρή καρδιά μου Έμαθα πως τσι τυραννούν, εις τα πατριωτικά μου Συμβούλεψε με σήμερο, απού χω καημό μεγάλο Να κατέβω να πολεμώ, ει στη Κρήτη το Σουλτάνο ; Τότε του λέει το παιδί, καλά ναι να το κάνεις Μόνο να βλέπεσε και συ , Λιάπη μην αποθάνεις . Σύρε καμπόσους Κρητικούς, μα να καλά αντρειωμένοι Κι από τσι φόβους τω Τουρκώ, να ναι ξεφοβισμένοι. Κι αν θέλετε όπλα μπόλικα, φυσέκια και παράδες Εμείς θα σας τα στέλνομενε, να κατελείτε αγάδες Αμέσως εσηκώθηνε, και πάει και τσι βρίχνει Κρυφό ντερτίπι κάνουνε, να κατεβούν εις τη Κρήτη Το πρώτο ελέγανε Στρατή, Μαμάλιος εγροικάτο Που κάμε μιά παλικαριά, εις τον κόσμο και δηγάτω Kι από τον Αποκόρωνα, ένας Αποκορωνιότης Ήτονε λιοντάρι στην καρδιά, κι όμορφος η στη νιότη Εμνόξανε σαν αδερφοί, να πάν να πολεμούνε Και όπου σκοτωθεί ο γης, ούλοι να σκοτωθούνε Μα οντενέ ξεκινούσανε, από τον Πειραία πάνω Ντελέγραφος εχτύπησενε, ντελόγο του Σουλτάνου Ειδοποιούνε εις τα Χανιά, το Μιραλάη Μπέη Ο Λιάπης κατεβαίνει εδά, μόνο να το κατέει Ο Γιάννης κατεβαίνει, εδα πόλεμο για να κάνει Σαν οντενέ ξανάσερνενε, Τσάκαλο και Γαλάνη Ειδοποιούν εις τα Χανιά, τη θάλασσα μπλοκάρουν Για να τσι πιάσουνε ζωντανούς, πρίχου να ξεμπαρκάρουν Μα εκείνοι εξεβαρκαράνε, εις την Τρυπητή μια νύχτα Και τα αποξημερώματα, εις το Πατσανό εφάνηκαν Από κει δα σηκώνουνται, πάνε εις τσι Κομιτάδες Σαν τα λιοντάρια τρέχουνε, και καταλιούν αγάδες. Στη στράτα που πηγαίνανε, πιάνουνε έναν Αρβανίτη Και τόνε θανάτωσανε, κι ακούστην εις την Κρήτη Ένα Αρβανιτόπουλο, και ήτο και ξακουσμένo Τέσσερις μέρες πάρεμπρός, Ρωμιό χενε σφαμένο Την κεφαλή ντου εκόψανε, σημάδι την εβάλα Και την παρατηρούσανε, αν την περνάει μπάλα Κι από κει δά σηκώνουντε, εις το Ρέθυμνο να μπούνε Απού ήτο Τούρκοι μπόλικοι, να χουν να καταλιούνε Εβγήκανε σε μια κορφή, Ρεθέμνου επαρχίας Απού κατέχανε το πρωί, περνά η καβαλαρία Εκάτσανε να ξεκουραστούν, και μέσα σε μια ώρα Ο Μιραλάης έφερενε, στρατός από τη χώρα. Δεν ήταν από τα Χανιά, γι απ άλλην επαρχία Μάτονε από το Ρέθεμνος, το φάλι τσι Τουρκίας Εκάθουντανε εις την κορφή, και ο κόσμος λουλουδίζει Και ο Τσούρδος τονε ξάμωσενε, μα ο Λιάπης του μανίζει Άστε τσι να σημόσουνε, κοντά για να τσι ιδούμε Τα βάσανα των χριστιανών, τώρα θα εκδικηθούμε. Το τακτικό δε τσί θωρεί, μα εκείνοι του σιμώναν Σκυφτά σκυφτά γονατιστά, τονε κοντοσιμώναν Και ανάμεσα εις το τακτικό, βάνουνε μια μπαταρία Βάνει το τακτικό άλλη μια, και σέτε η επαρχία Οι σάλπιγγες επαίξανε, να κάμουνε γιουρούσι Και ούλα τα σχέδια ήτονε, ενούς Μουσταφά Τσαούση Επήγαινενε μπροστάς μπροστάς, σαν πρωτοκαβαλάρης Γκιαούρ φωνάζει το σκυλί, επιλογή να πάρει Και ο Λιάπης αναντράνησενε, και παίζει του εις το μπέτη Και σέρνει σκύλος μια φωνή, και ξαπλωμένος πέφτει Και όξω από πίσω και άλλοι δυο, ένα πασά ζυγώνουν Και ήταν και οι δυοντονε γλήγοροι, και αυτό τονε τσακώνουν Ο Τσούρδος ητονε γλήγορος, και πρώτος τονε πιάνει Με το Στρεψάκη το Γιωργιό, το φέσι ντου του βγάνει Λέσει ντου σκύλε γρήγορα, πέσε να προσκυνήσεις Τα βάσανα τω χριστιανώ, τώρα θα μαρτυρήσεις Τότε τονέ λέει το σκυλί, σε τούτον τον αιώνα Σα δεκαπέντε χριστιανούς, έσφαξα το χειμώνα Μα δα θωρώ κι αποθωρώ , δεν έχω μπλιό ήντα κάνω Γιατί έσερνα το τακτικό, τα βούγια του Σουλτάνου Και έσερνα και δυο στρατηγούς , μα εσείς τσι καταλείτε Και ζωντανούς τσι πιάσετε, να τσι διαμοιραστείτε Και μένα ανε σκοτώσετε, στην πόλη θα χαρούνε Μα έχω αδέρφια και εδικούς, και θα με εκδικηθούνε Και ως τα άκουσε ο Βαγιωνής, τραβάει το γιαταγάνι Και κόβει του την κεφαλή, και πέρα την κάνει
www.rethemnosnews.gr απόψεις ΣΑΒΒΑΤΟ 3 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024 Αποµαγνητοφωνήσεις από το αρχείο ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΠΡΙΛΑΚΗ ΚΑΒΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Ιωάννης Καλογεράκης - Καστανάς (1899-1990) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΗΛΙΑΣ Ν. ΛΟΥΛΟΥΔΗΣ hlouloudis@gmail.com Από την αφήγηση του μπάρμπα Γιάννη ξεχωρίσουν δύο ρίμες τις οποίες απαγγέλει από στήθους. Η πρώτη ρίμα περιγράφει όλα τα κύρια γεγονότα σχετικά με τον Α Βαλκανικό Πόλεμο (1912-1913). Δεν συμμετείχε ο αφηγητής σε αυτό τον πόλεμο, αλλά την είχε ακούσει από άλλους Σπηλιανούς στρατιώτες. Η δεύτερη ρίμα αφορά γεγονότα στη Μικρά Ασία. Συγκεκριμένα πρόκειται για τη μάχη ματωμένο ύψωμα Κάλε Γκρότο η οποία διεξήχθη έπειτα από μια εξοντωτική πορεία στην Αλμυρά Έρημο τον Αύγουστο του 1921. Η μάχη του Κάλε Γκρότο αποτελεί τη τελευταία νικηφόρα επιθετική πολεμική επιχείρηση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία. Οι Ελληνικές δυνάμεις, παρότι κατέλαβαν το βραχώδες αυτό ύψωμα αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν στις αρχικές τους θέσεις. Ήταν μια πύρρειος νίκη των Ελλήνων καθώς ακολούθησε μια μακρά περίοδος αδράνειας, που τελικά έδωσε καθοριστικό πλεονέκτημα στους Τούρκους για την μεγάλη αντεπίθεση. Παρακάτω η αφήγηση του μπάρμπα Γιάννη Μικρά Ασία ΚΩΔ: Ε1_ΙΚ3_03:40 Σπήλι, 25-8-1985 «Η μεγαλύτερη μάχη απου ετύχαμενε ήτανε στο Κάλε Γκρότο. Στσι δεκαπέντε τ’ Αυγούστου του 1921 εκάμαμενε στο Κάλε Γκρότο απάνω. Το φαί μας ήτανε Δεκαπέντε μέρες στο Καλε Γκρότο Δεκαπέντε μέρες βραστό στάρι. Τη μέρα τσι παναγίας του 1921 το βράδυ, οπισθοχωρήσαμενε από το Σαγγάριο. Εγυρίσαμενε στο Αφιόν αποπάνω, στο Ιν Τεπέ. Άδικα πήγαμενε. Άδικα κάμαμενε το αγώνα που κάμαμενε και άδικα καταστρέψαμενε τον κόσμο και τον άμαχο πληθυσμό και καταστραφήκαμενε και εμείς. Στο Ιν Τεπέ εκάμαμενε ένα χρόνο. Ακριβώς την μέρα τσι Παναγίας πάλι, το βράδυ του 1922 οπισθοχωρήσαμενε από το Ιν Τεπέ. Τότε φύγαμε τελείως από τη Μικρά Ασία, Εσαλεύαμε δεκαφτά μερόνυχτα. Εγυρίσαμε στη Σμύρνη και μας ειπανε στο δρόμο απου κατεβαίναμε, μη κατεβειτε στο λιμανι στη σμύρνη μονό θα κατεβείτε αριστερά, να φύγετε από τον Τσεσμέ. Από το Τσεσμέ φύγαμε κιόλας. Ακολουθούσαμε τον Πλαστήρα. Όσοι εσωθήκαμε από τη Μικράν Ασία , όσοι εφύγαμε μας έσωσε αυτός . Τσι άλλους τσι πιάσανε, τσι παραδώκανε. Όσοι ακολουθήσαμε το Πλαστήρα εσωθήκαμενε. Τσι άλλους τσι πιάσανε. Χωριανοι μας ήτανε από παε πολλοί παισμένοι. Ητονε ο Ηλίας ο Κόσολας, ο Κοντύλης, Ο Βαγγέλης του Χαρίτο, ο Γιώργης ο Λουκοπέτρος, ο Γιωργιλοκωστής, ο Μανόλης Παντίνης. Όσοι βρεθήκανε στο σαράντα πέντε σύνταγμα, ήτονε σε κεινη τη μεραρχία που τσι παραδώκανε….» Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ΚΩΔ: Ε1_ΙΚ1_0:12 | Σπήλι , 25-8-1987 Οι βάρδιες κ’ οι τορπίλες μας, πως δεν τονε βαρέσα; Κακό σημείο ειν’ τουτονά, και άλλο κακό θα λάχει Το ενιακόσια δώδεκα, κοντά εις το δεκατρία Αυτές τσι μέρες έγινε, τω Γιαννιτσώ η μάχη Αρχίξανε στα Βαλκανικά , πόλεμος η Τουρκία Έγινε και εις τα Γιαννιτσά, μάχη πολλά μεγάλη Και ήτονε τα σχέδια όλα του Βενιζέλο Και έχασε και στρατό πολύ, και η μια μεριά και η άλλη Μα επήραμε τα Γιαννιτσά, και εγίνει ότι εγίνει --------------------------------------------Μα και στο Σαραντάπορο, καλή ‘τονε και κείνη Πέφτουν οι μπάλες σα βροχή, κ΄οι βόμβες σα ντο χιόνι Στσι πρώτες του Οκτωβριού, τον πόλεμο εκηρύξαν Και οι Τούρκοι εφοβηθήκανε, κανένας δε γλυτώνει Όλοι μαζί τον αρχινούν, και τον αναφανήσαν Δόξα τον ύψιστο Θεό, δόξα τον Αη Γιάνη Ήλεγενε πρώτο πόλεμο, να πάει στην Αθήνα Πήραμε και τα Γιάννενα, μαζί με το Μπιζάνι Και όμως τον εκατάστερψαν, ανάμεσα στο μήνα Την Τύρινη την Αποκρέ, πέμπτη το μεσημέρι Ήλεγε πως τον Έλληνα, δεν έχει για ταμπάκο Ήρθενε από τα Γιάννενα, ένα χρυσό χαμπέρι Και όμως τον τούρκικο στρατό, τονε κάμενε ανω κάτω Και γράφει το παράρτημα, έπεσε το Μπιζάνι Κάνουνε μάρς οι Έλληνες, σα λέοντες γλακούνε Και είπενε και ο Ισάτ Πασάς, πόλεμο μπλιο δε κάνει Βγάνουτζι απ τα σύνορα, και δε μπορουν α σταθούνε Επήραμενε τα Γιάννενα, δώστε μας και την Πόλη Πατούνε χώρες και χωριά, και τσι αιχμαλωτίζουν Να πα να λειτρουήσουνε, οι Δεσποτάδες όλοι Σα ντα οζα τσι κουβαλούν, και τσι αχεροταΐζουν Γιατί έμεινε ατελείωτη, η θεία λειτουργία Ο στόλος από τη μια μεριά, και ο στρατός από την άλλη Και θα την τελειώσομε, εις την Αγιά Σοφία Και από την άλλη πολεμούν, οι Σέρβοι και οι Βουλγάροι Δώστηνε εδά σουλτάνε μου, και την Αγιά Σοφία Ο στόλος ο Ελληνικός, απάνω κάτω πιαίνει Να μπει στρατός ελληνικός, να κάμει αλιτανεία Τη Μυτιληνη και τη Χιό, τηνε καταλαβαίνει Να μπει σημαία Ελληνικιά, με το στρατό τζι ομάδι Ο στόλος ο Οθωμανικός, φοβάται να πορίσει Να καταδιώξει την Τουρκιά, στον τόπο τζι να πάει Το Αβέρωφ στέκει σα θεριο, και θα τονε τσακίσει Δώστηνε εδά σουλτάνε μου, και μη ντηνε λυπάσε Πάει ένα πλοίο Ελληνικό, με μαστοριά μεγάλη Για θα σου τηνε πάρομε, και θα παραπονάσε Στη Σαλονίκη επήγαινε, και μπήκενε στο λιμάνι Για θα σου τηνε πάρουνε, οι Κρητες κ΄οι Ευζώνοι Εκάτεχενε ο πλοίαρχος, είχενε και τοπομένα Που πολεμούν μερόνυχτα, εις το παγωμένο χιόνι Σε ποια μεριά ήτανε τα τουρκικά, και που ήτονε στεμένα Επατήρανε αυτοί πολλά, και αυτοί κ οι προτινοί μας Και βάρεσενε τρεις κανονές, και πήγανε και ντρέτα Μα επήραμε τα Γιάννινα, και χαίρετε η ψυχή μας Την τρίτη στο Καραμπουρνού, οντε το αποχαιρέτα Του Βενιζέλο πρέπει του, μεγάλη δόξα νάχει Οι Τούρκοι εφοβηθήκανε, και τσι πιασενε ζάλη Εκίνησενε το μπόλεμο, και κέρδισενε εις τη μάχη Και αποφασίστηκε να μπει, τη νύχτα εις το λιμάνι Ζήτω του Βενιζέλο μας, και με καλό εις την Πόλη Πόσοι ήτο και αποφάσισενε, και πώς εμπήκε μέσα Νατονέ στέψει πρωθυπουργό, η Χριστιανότης όλη Κάλε Γκρότο... ΚΩΔ: Ε1_ΙΚ1_04:30 | Σπήλι , 25-8-1987 Ακούσετε να σας σε πω, για μεγάλη μάχη Την είδανε τα μάθια μου, στου Καλεγκρό τη ράχη Ήτονε ο μήνας Αύγουστος, μέρες τσι Παναγίας Και δόθηνε διαταγή, τσι πέμπτης μεραρχίας Να κάμομε εξόρμηση δια του Καλε Γκρότο Το τάγμα μας το δεύτερο, έτυχε νάναι πρώτο Και το σαράντα τέσσερο, ήτονε πρωτοπορία Γιατί ήτανε η διαταγή, από τη μεραρχία Ο Συνταγματάτρχης επρόβαλενε, με αυστηρό το βλέμα Σαραντα τεσσάρου μαχητές, μη χάσετε το αίμα Λέει γεναίοι μαχητές, και ανδρεία παλικάρια Θέλω και του ντη φορά, να γίνεται λιοντάρια Τούρκοι είναι σε ούλα τα βουνά, και στην ψηλή τη ράχη Αλλά σα ιδούνε τσ’ Έλληνες, θα φύγουνε μονάχοι Εκ φύσεως το έρημο, ήτον οχυρωμένο Και από μακριά εφαινότανε, πως είναι θυμωμένο Στο μούγκρισμα η στο βουητό, επέσανε παλικάρια Και του στολίζουνε τη γκορφή, και βγάνουνε βλαστάρια Άτιμη ράχη και άπονη, ποιος σου δωκε το θάρρος Και πήρες τόσανα κορμιά, χωρίς να είσαι χάρος Άτιμη ράχη και άπονη, και πήρες τον αθέρα Τσι κάθε μάνας το παιδί, του καθενούς πατέρα Για τη γιορτή τσι Παναγιάς, πέσαν για την πατρίδα Και θα γραφτούνε ήρωες, εις τη χρυσή σελίδα Εκεια που πέσαν οι πολλοί, ήτονε κοντά μια βρύση Και βγήκαν άνθη και κλαδιά, ο θιός να τς’ ελεήσει Όσοι πιστεύετε Χριστό, και τονε προσκυνάτε Λιβάνι να του βάνετε, να τονε συγχωράτε Πηγές: Σχεδιάγραμμα Μάχης: belisarius21.wordpress.com Φώτο Ιωάννη Καλογεράκη: Αρχείο οικογένειας Χαράλαμπου Καλογεράκη
www.rethemnosnews.gr απόψεις ΣΑΒΒΑΤΟ 10 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024 Αποµαγνητοφωνήσεις από το αρχείο ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΠΡΙΛΑΚΗ ΚΑΒΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Χρυσή Λουλουδάκη (1903-1996) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΗΛΙΑΣ Ν. ΛΟΥΛΟΥΔΗΣ hlouloudis@gmail.com Το Τραγούδι του Άη Γιώργη ΚΩΔ: Ε1_ΛΧ1_00:10 Σπήλι, 22-8-1985 Ω Αη γιώργη αφέντη μου, κ’ όμορφε καβαλάρη Που ‘σαι ζωσμένος το σπαθί, και το χρυσό κοντάρι Τη χάρη και τη δόξα σου, θέλω να αναθιβάλω Για το θεριό που σκότωσες, στη χώρα το μεγάλο Ανθρώπους το ταΐζανε, κάθε ταχύ και βράδυ Και α δε θελά του πάσηνε, ανθρώπους να δειπνήσει Σταλιά νερό δεν άφηνε, να κατεβεί στη βρύση Και ρίχνανε τα μπολετιά, και ότινος είχα μπέσει Να πιένει το παιδάκι ντου, του λιονταριού πεσκέσι Έπεσενε το μπολετί, εις τη βασιλιοπούλα Απου ‘τον ωραιότατη μοναχορηγοπούλα Και ο κύρης της ως τ’ άκουσε, πολύ του βαροφάνει Παίρνει δαρμένα γόνατα ,στο σπίτι ντου και πάει Και εκεί σπαθιά σερθήκανε, μαχαίρια ακονισμένα Δε πέμπεις το παιδάκι σου, πέμπομε σκιας εσενα Πάρετε το παιδάκι μου, και κάμετε το νύφη Και αμέτε το του λιονταριού, πεσκέσι να δειπνήσει Και μπήκαν και στολίζα ντη, απού το ταχιό στο βράδυ Και ολόχρυσα τσι βάζανε, κ’ όλο μαργαριτάρι Και πέρνουντη και πάσηντην, εις το χωριό στη βρύση Δεν το ‘λπιζε η μωρόνυφη, πως θα ξαναγυρίσει Και έτρεμε το κορμάκι τζι, και το λιγνο τζι μπόι Πως θα τη φάει το θεριό, τέτοια πανώρια κόρη Και ο Αη Γιώργης πέρασε, από την ιδία στράτα Ηντα γυρεύεις κόρη επα, και κάθεσαι στα δάσα Σάλευε νιε μου σάλευε, και φεύγου από κοντά μου Να μη σε φάει το θεριό, σαν και την αφεντιά μου Μη το φοβάσαι το θεριό ,μα εγώ θα τ’ αποθάνω Και άφησμε να αποκοιμηθώ, στα γόνατα σου απάνω Στα γόνατα τζι ακούμπησε, για να τονέ ψειρίσει Τα μάτια της ετρέχανε, σα θολαμένη βρύση Εκεί που τον εψείριζε , πέρνα να περιστερι Και βάστανε χρυσό σταυρό, κ’ έγραφενε Άη Γιώργη Και η κόρη από το φόβο της, Άη Γιώργη μου φωνάζει Και ο ¨Αγιος ως τακουσε , σηκώθει και ρωτά τη Για πες μου κόρη το όνομα,που τόμαθες και ξέρεις ; Την ώρα που σε ψείριζα, πέρνα ‘να περιστέρι Και βάστανε χρυσό σταυρό, και έγραφενε Άη Γιώργη Και απου πηγαινει με τα’ αυτό, ποτές του δεν τελειώνει Και στένεται ανατολικά, και κάνει το σταυρό ντου Και παίζει του μια κονταριά, και κόβει το λαιμό ντου Και πάλι ξαναπαίζει του, ανάμεσα στο στόμα Και έπεσενε και τάρασε, χάμες στσι γης το χώμα Βγάνει αλυσίδα αλογινή, και πάει και το δένει Και δε χαρά που έγινε, σ’ όλη την οικουμένη Και από τα σήμερο κι ομπρός, να είστε ασφαλισμένοι Πο’ τέτοια άγρια θεριά, να μη φοβάστε λέει Και από τη χέρα την αρπά, στ’ άλογο τη γκαθίζει Του βασιλιά τη πήγαινε, και του ροζοναρίζει Να βασιλιά το τέκνο σου, και ορίστε το παιδί σου Και από τα φύλλα τσι καρδιάς, δώσε του την ευκή σου Να ζήσεις καβαλάρη μου, για πες μου το όνομα σου Και χάρισμα βασιλικό, να κάμω τσ’ αφεδιά σου Γιώργης στρατιώτης λέγομαι, και από την Καρπαθία Σα θες να κάμεις χάρισμα, χτίσε μιαν εκκλησία Και στα δεξά και στα ζερβά, γράψε ένα καβαλάρη Να προσκυνούν οι χριστιανοί, και συ και όποιος κ αν πάει. ….Προσκυνούμε τη χάρη ντου Κόρη του Γεωργίου Θραψανάκη από το Σπήλι. Αδερφή του Μιχάλη Θραψανάκη και σύζυγος του Σπύρου Λουλουδάκη. Απαγγέλει με το ρυθμό που ήξερε από μικρή το δημώδες «Τραγούδι του Άη-Γιώργη», το οποίο έμαθε από τον πατέρα της. Το Τραγούδι είναι γνωστό με πολλές παραλλαγές στην Ελλάδα. Ο Πατέρας της Λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης έγραφε το 1912: «Το συναξάριον τού θαύματος του αγίου Γεωργίου περί τού φόνου τού δράκοντος φέρεται εις ελληνικούς κώδικας από τού ΙΒ΄ αιώνος μέχρι τού ΙΖ’ και εις δύο τού ΙΘ’ αιώνος κατά τέσσαρας διασκευάς […] η διήγησις παρουσιάζει αρτίαν και συγκεκροτημένην την θρησκευτικήν παράδοσιν με σαφώς διαγεγραμμένον τον ψυχωφελή σκοπόν αυτής και αι ομοιότητες αυτής προς το δημοτικόν άσμα είναι καταφανείς». Γενικά αποτελείται από δεκαπεντασυλλάβους ομοιοκατάληκτους στίχους ανά ζεύγη (κατά κανόνα) και ορισμένους μονούς. Η Χρυσή απαγγέλει μια διασκευή η οποία τραγουδιόταν στο Σπήλι και ίσως στη γύρω περιοχή. Όμοια διασκευή αλλά με πολλές διαφορές στους στίχους έχει καταγραφεί στο Καλό Χωριό Λασιθίου. Εκτός του ότι οι στίχοι είναι μοναδικοί, είναι άξιο προσοχής ότι δεν αναφέρει ως τόπο καταγωγής του Αγίου, την Καπαδοκία. Για κάποιο άγνωστο λόγο αναφέρει ως τόπο καταγωγής του Αγίου την Καρπαθία (στο Καλό χωριό Σκαρπαθία). Πρόκειται για τον Ρουμάνο, Άγιο Γεώργιο της Τσερνίκας (1730-1806), τον οποίο διωγμοί των Ουνιτών ανάγκασαν να περάσει τα Καρπάθια όρη και να μονάσει. Η Εκκλησία της Ρουμανίας τον αγιοποίησε μόλις το 2005. Σε κάθε περίπτωση στο Σπήλι υπήρχε Ναός (ενδεχομένως ο πρώτος), αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο, άρα η λατρεία του Αγίου πρέπει να θεωρείται δεδομένη στην περιοχή. Η προσθήκη της Καρπαθίας ενδεχομένως να προέκυψε από την παρουσία των ομόδοξων Ρώσων στο Σπήλι, κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας. H Βυζαντινή εκκλησία «Άγιος Γεώργιος» στο Σπήλι Ο αείμνηστος θεολόγος, Κώστας Σταυριανάκης σημειώνει: «Στο Τοπικό Διαμέρισμα Σπηλίου η εκκλησία του Aγίου Γεωργίου βρίσκεται στην είσοδο του χωριού και τη συνντάμε αριστερά, όπως ερχόμαστε από το Ρέθυμνο. Είναι χτισμένη σε μικρό βραχώδες ύψωμα, με διαστάσεις 4,30Χ 2,30 μέτρα και καταλαμβάνει τμήμα της αυλής των Σχολείων, Νηπιαγωγείου-Γυμνασίου και Λυκείου Σπηλίου. Είναι ένα μικρό γραφικό και πολύ όμορφο εκκλησάκι, τύπου Βασιλικής, με σπάνιες τοιχογραφίες τις οποίες δυστυχώς έφθειραν τα άλατα από τις υγρασίες και ο χρόνος, με αποτέλεσμα να μη διαβάζονται σήμερα ικανοποιητικά. Το πότε κατασκευάστηκε και το πότε αγιογραφήθηκε μας είναι άγνωστο, γιατί η κτητορική του επιγραφή έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά, πιθανολογούμε όμως τον ΙΔ΄ αιώ- να και η αγιογράφησή του έγινε από τοπικούς αγιογράφους. Ο χώρος γύρω του αποτελούσε στο παρελθόν το Νεκροταφείο του χωριού. […] Σύμφωνα πάντα με τη Βυζαντινή αγιογραφία σε πολλούς ναούς που είναι αφιερωμένοι στο όνομα του Αγίου Γεωργίου, οι αγιογράφοι χρησιμοποιούσαν πολλές παραστάσεις από τη ζωή, τα θαύματα ή το μαρτύριο του Αγίου όπως συμβαίνει και εδώ και κατά μήκος των δύο πλευρών του ναού, της Βόρειας και της Δυτικής, περίπου στο μέσον της κάθε μιας.» Στις δύο από τις φωτογραφίες που διέσωσε έστω και φωτογραφικά ο Σταυριανάκης, σημειώνει: «Ο Βασιλιάς διέταξε να του παρουσιάσουν τον Άγιο, για να τον ανακρίνει προκειμένου να τον πείσει να αλλάξει στάση και να αρνηθεί το Θεό του. Όμως ο Άγιος έμεινε ακλόνητος στην πίστη του μιλώντας μάλιστα ενώπιον του Βασιλέως, για τους ουράνιους θησαυρούς, ματαιώνοντας έτσι τις όποιες του προσδοκίες.» Ένα από τα φοβερά βασανιστήρια που χρησιμοποίησαν για τον Άγιο ήταν και ο περιστρεφόμενος τροχός. Όταν ο Διοκλητιανός είδε ότι δε μπορούσε να αλλάξει την πίστη του Αγίου, παρά τις υποσχέσεις που του έδιδε, διέταξε τους δήμιους να τον δέσουν σε περιστρεφόμενο τροχό όπου γύρω του υπήρχαν κοφτερά σίδερα, που έμοιαζαν σαν μαχαίρια. Μόλις ο τροχός κινήθηκε τα κοφτερά μαχαίρια άρχισαν να κόβουν το σώμα του Αγίου. Όμως άγγελος Κυρίου προστάτεψε τον Άγιο ελευθερώνοντάς τον από τον τροχό και θεραπεύοντας το καταπληγωμένο σώμα του. Πηγές: • Φωτο Εκκλησία και τοιχογραφίες: Κώστας Σταυριανάκης www.stavrianakis.gr • Φωτο Χρυσή Λουλούδη : Αρχείο οικογένειας παπά Νικολάου Κουτσαφτάκη • Άγιος Γεώργιος της Τσερνίκας: www.pemptousia.gr
www.rethemnosnews.gr απόψεις ΣΑΒΒΑΤΟ 17 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024 Αποµαγνητοφωνήσεις από το αρχείο ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΠΡΙΛΑΚΗ ΚΑΒΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΗΛΙΑΣ Ν. ΛΟΥΛΟΥΔΗΣ hlouloudis@gmail.com Λαϊκή Ιατρική Ρουσοπήλα (Ερυσίπελας): Παιδική δερματική πάθηση με συμπτώματα, Σπυράκια, Πυρετό, Πτώση μαλλιών. Η θεραπεία γινόταν με κατάπλασμα από Μολόχα. Ευκοιλιότητα: Ρακί με καφέ Δυσκοιλιότητα: Ρόφημα από Μολόχα Διατροφή της Λεχώνας για να έχει γάλα: Χυλός ή κουκιά ξερά με κρεμμύδι Ιλαρά: Ρόφημα από πετιμέζι βρασμένο με βασιλικό Κοκκύτης: Ωμό γάλα γαϊδούρας Κρίση Κοκκύτη: Στις κρίσεις των παιδιών με κοκκύτη, έκαιγαν ένα καθαρό πανί και το παιδί εισέπνεε τον καπνό. Πονόματος: Κατάπλασμα από βρασμένα μαγιάτικα τριαντάφυλλα Πονόδοντος: Στοματικά διαλύματα με Ρακί, Δίκταμο, Ρίγανη. Τι εξαγωγές δοντιών στο Σπήλι, αναλάμβανε ο Σαμπάνης με την τανάλια του. Καθυστέρηση Ομιλίας στα παιδιά: Αν το παιδί καθυστερούσε να μιλήσει «του δίνανε τσι σκρόφας το πράμα*, το ψήνανε και του το ταΐζανε». Ύψος στα παιδιά: Αν κάποιο παιδί δεν έπαιρνε ύψος εκτός από το τάμα σε κάποιο Άγιο, τοποθετούσαν το παιδί σε ένα κοφίνι και το περιέφεραν στις γειτονιές όπου του πετούσαν ψωμί με την ευχή να ψηλώσει. Αμυγδαλές: Η γιαγιά του Μανόλη Παναγιωτάκη (φουσταλιέρη) η Μπριλαντώνενα θεράπευε τις αμυγδαλές στα παιδιά του χωριού. Τοποθετούσε ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί στο στόμα του παιδιού για να μην κλείνει και στη συνέχεια έχοντας αλείψει το χέρι με στάχτη, πίεζε τις αμυγδαλές εσωτερικά για να σπάσουν. Περιποίηση της Λεχώνας: Η λεχώνα παρέμενε με το μωρό σαράντα μέρες κλεισμένη στο σπίτι. Αν έβγαινε σε αυλή η μπαλκόνι της βάζανε στο κεφάλι μαντήλι για να μην την θιαρμίσουν. Η μαμή που ξεγεννούσε τη λεχώνα, για σαράντα μέρες έπλυνε όλα τα ρούχα μωρού και μητέρας. Επιπλέον η μαμή του χωριού (Μαρκογιάννενα) μάζευε βότανα σαράντα μέρες, ώστε να πλύνει τη λεχώνα και το μωρό και να τους οδηγήσει η ίδια στην εκκλησία για το σαράντισμα. Πέτρωμα Στήθους-Γαλόπετρα: Κατά την περίοδο του θηλασμού όταν πέτρωνε το στήθος της μητέρας χρησιμοποιούσαν την ΓαλόΠετρα. Την τοποθετούσαν στο στήθος της μητέρας και επανερχόταν η ροή στο θηλασμό. Τέτοια πέτρα είχαν λίγες γυναίκες στο Σπήλι την οποία δάνειζαν όταν χρειαζόταν. Μια τέτοια πέτρα είχε η Κατίνα Σταματάκη (ΣταΣταματάκη Κατίνα μάτενα). Όπως αφηγείται η που είχε τη Γαλόπετρα Καλλιόπη, η Κατίνα την είχε δανείσει στη Δρύμισκο και δεν την επέστρεψαν με αποτέλεσμα να φτάσουν στα δικαστήρια. Γονιμότητα – Τεκνοποίηση-ΣαρανταΣτέφανο: Οι γυναίκες που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν μάζευαν από γειτόνισσες χρήματα. Όταν συγκέντρωναν σαράντα νομίσματα τα πήγαιναν σε χρυσοχόο* ο οποίος από τα μέταλλα έκανε πρόσμειξη με χρυσό ή ασήμι και δημιουργούσε ένα φυλαχτό. Το φυλαχτό φορούσε η γυναίκα μέχρι την τεκνοποίηση και στη συνέχεια το έβαζε στο μωρό. Οδηγίες προς αντρόγυνα: Όταν σου κάνει η γυναίκα σου κάτι πιες δυο τρεις ρακές, πιάστηνε στο ξύλο, κάμετηνε μπαούλο και μετά πες τσι, συγγνώμη χρυσό μου η ρακί φταίει, δε φταίω εγώ. *Εννοεί τα γεννητικά όργανα από θηλυκό χοίρο *Ο χρυσοχόος που κατασκεύαζε ΣαρανταΣτέφανα στο Ρέθυμνο, ήταν ο Στέφανος Μουρτζανός Μαραβελάκη Καλλιόπη (1911-2008) Ρίμα του Έρωτα ΚΩΔ: Ε2_ΜΚ1_28:00 Σπήλι, 26-8-2000 Είχα καρδιά που άνθιζε, ως είδος περιβόλι Ήταν βασιλικός μπαξές, που τη ζηλεύαν όλοι Είχε νερά τρεχούμενα, που τρέχαν νύχτα μέρα Είχε διάφορους καρπούς, και καθαρόν αέρα Και τα πουλάκια τα ουρανού, κει μέσα κελαηδούσαν Των πληγωμένων τις καρδιές, τις επαρηγορούσαν Κι έρωτας σαν τα άκουσε, περίεργος εστάθη Πως ήταν και πως βρέθηκε, καρδιά με δίχως πάθη Και τα κλειδιά μου ζήτησε, να μπει να σεργιανίσει Κι εγώ δε ντονε γνώρισα, και τα κλειδιά του δίνω Και νοικοκύρη της καρδιάς, τέλειο τον αφήνω Και αφού που αποσεργιάνισε, άρχισε να μου λεέι Αυτή η καρδιά που χαίρεται, θάρθει καιρός να κλαίει Αυτά τα άνθη και οι καρποί, και τα χελιδονάκια Θα ‘ρθει καιρός να γίνουνε, πικρής ελιάς φαρμάκια Η Καλλιόπη στην αφήγηση της αναφέρει πρακτικές Λαϊκής Ιατρικής και απαγγέλει μια ρίμα δεκαπέντε στίχων για τον Έρωτα. Ο δημιουργός της ρίμας είναι άγνωστος. Ο αριθμός των στίχων είναι ο μεγαλύτερος που έχω βρει σε σχέση με άλλες πηγές, όπως στην Αντίπαρο, Μάνη, Λευκάδα. όπου υπάρχουν μόνο οκτώ, έξι, επτά στίχοι αντίστοιχα. Αστρινάκη Ευαγγελία (1914-2009) Γητειά για το κακό μάτι ΚΩΔ: Ε1_ΒΑ1_33:30 | Σπήλι, 26-8-2000 «Κρατάει μαντήλι με αλάτι στο χέρι» Τσι εικοσιπέντε του Δεκεμβρίου Χριστός Γενάται και τούτη η γι ωρα του Δεκεμβρίου Χριστός Γενάται Πόρισε ο θιαρμός τσι ευχής ώρας υγιός Εφτά βουνά εχάλασε, Πρόβατα εξελέρωσε Βόδια εξεζέβλωσε, τσι μάνας το μοναχογιό εκατάλυσενε Άμε θιαρμέ, Άμε καημέ, Άμε τσι κακής ωρας Υγιέ Στα άφταχα των αφταχών Να βρεις τυρί και παρατύρι, να βρεις τυρί και κατσοχείρι Όσοι φάγανε χαθήκαν, όσοι τον είδανε διαβήκαν Από του Αδάμη έρχομαι, και από του Αδάμη κατεβαίνω Του Αδάμη τα άρματα κρατώ και όπου αγγίξω γαίνω «Σταυρώνει, μετράει το μαντήλι, το βάζει στο κεφάλι και ρίχνει το αλάτι πάνω του» Δέξου γης το βάρος «κάνει τρεις φορές το σταυρό» και δως του την υγειά του (όνομα) Ως λύει το αλάτσι στο νερό έτσι να λύσει και ο θιαρμός Γητειά για την ηλίαση Για να είναι αποτελεσματικό το συγκεκριμένο ξόρκι έπρεπε να είναι μεσημέρι και να στέκει ο ασθενής απέναντι στον Ήλιο. Ο γητευτής σκέπαζε ένα ποτήρι νερό με μαντήλι και ψιθυρίζοντας τα παρακάτω λόγια «έχυνε τον Ήλιο» από το κεφάλι του ασθενούς. Αντίπερα του ποταμού, τρία πουλάκια κελαηδούν Ήλιο τρώνε, Ήλιο πίνουν, Ήλιο αποκοιματούν Κατέβα Ήλιε να πιεις νερό, στον Ιορδάνη ποταμό Γητειά για το λούξηγκα Εγώ και ο θιός και ο λούξηγκας ποτάμιν επερνούσαμενε και πνίγηκε ο λούξηγκας και σώθηκε ο νιος Η Βαγγελίτσα αφηγείται πρακτικές Λαϊκής Ιατρικής και τρεις Γητειές – Ξόρκια. Η πρώτη γητεία είναι για το κακό μάτι. Η δεύτερη αφορά την Ηλίαση και την λαϊκή πρακτική με την οποία «Έχυναν τον Ήλιο» από το κεφάλι του ασθενούς. Η τρίτη γητειά είναι ένα ξόρκι για τον λόξυγκα. Η Βαγγελίτσα έμαθε τις γητειές στο Σπήλι από τον πατέρα του Αντώνη Μαυροματάκη. Λαϊκή Ιατρική Πονόλαιμος: Κατάπλασμα με λιναρόσπορο βρασμένο σε γάλα Πόνος στο αυτί: Ατμός νερού που διοχετευόταν με πύργια στο εσωτερικό του αυτιού και στη συνέχεια έριχναν σταγόνες ζεστού λαδιού από το λύχνο η το καντήλι. Μαλάθρακας: Κατάπλασμα από λάδι και κρεμμύδια ψητά στα κάρβουνα. Πονοκέφαλος: Κατάπλασμα με ξύδι και νερό. Δυσκοιλιότητα: Ρόφημα: Βραστές ρίζες από Αγογλώσσους Βροχικά: Κατάπλασμα από Σιναπόσπορο. Βήχας: Ξερά σύκα ή πετιμέζι Εγκαύματα: Μελάνι Στραμπούληγμα ποδιού: Επίδεσμος με Ασπράδι αυγού σε άπλυτο μαλλί προβάτου και ξύσμα σαπουνιού μέχρι να γίνει καλά το πόδι. Χτύπημα – Μώλωπες: Κατάπλασμα με ωμά κοπανιστά κρεμμύδια Πονόματος - Αναφυλαξία -Γκαλουρίδες: Ξύδι με νερό Σακατιλίκι: Η πάθηση της κοίλης Πετροπάτημα: Απόστημα στο πέλμα το οποίο προκαλούσε μικρή αναπηρία. Βασικός παράγοντας μόλυνσης ήταν τα ούρα του γαϊδάρου αν τα πατούσε κάποιος ξυπόλητος. Πονόματος: Η ΣκορδαλοΜαριγώ από το πάνω χώρι θεράπευε με γητειά κάνοντας χρήση Αγιοκωσταντινάτου. Αμυγδαλές: Θεραπεία με Ξεγούλιασμα. Η Μανούσενα από το κάτω χώρι ήταν Μαμή και Ξεγουλιάστρα. Έβαζε τα δάχτυλα στο στόμα του παιδιού, σπώντας τις αμυγδαλές. Βάψιμο μαλλιών: Ζουμί από βρασμένα καρυδόφυλλα. Ορνιθοτύφλωση: Τυφλώνονταν οι κότες αν τις άφηναν να βγουν έξω όταν είχε χιόνι. Πηγές: Αρχείο οικογένειας Γιάννη Μαραβελάκη Αρχείο οικογένειας Γιάννη Μαραβελάκη - Αρχείο Ηλία Λουλούδη
www.rethemnosnews.gr απόψεις ΣΑΒΒΑΤΟ 24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024 Αποµαγνητοφωνήσεις από το αρχείο ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΠΡΙΛΑΚΗ ΚΑΒΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΗΛΙΑΣ Ν. ΛΟΥΛΟΥΔΗΣ hlouloudis@gmail.com Σταύρος Παύλου Παντινάκης Στην αφήγηση του ο Σταύρος περιγράφει την επεισοδιακή επιστροφή από το Αλβανικό μέτωπο, την ανατίναξη της γέφυρας στο Σπήλι από τους Γερμανούς και την περίεργη περίπτωση ενός Σπηλιανού γαμπρού κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η αφήγηση της επιστροφής των Σπηλιανών της Πέμπτης Μεραρχίας, από το μέτωπο μοιάζει με κινηματογραφικό σενάριο. Σημαντικές οι πληροφορίες για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ανατίναξαν οι Γερμανοί την γέφυρα του Σπηλίου καθώς οπισθοχωρούσαν το φθινόπωρο του 1944. Ενδιαφέρουσα η ιστορία του Μήτσου – Χρήστου τον οποίο εκτέλεσαν οι Γερμανοί στο Σπήλι. Μέχρι σήμερα παραδόξως δεν έχω βρεί καμία φωτογραφία από τη γέφυρα του Σπηλίου με τη μορφή που είχε πριν η μετά την ανατίναξη. Οι δύο φώτο από την παρουσία των Γερμανών στο Σπήλι, δημοσιοποιούνται πρώτη φορά. Οι φώτο είναι ευγενική παραχώρηση από το αρχείο του Συλλέκτη – Ερευνητή, Δημήτρη Σκαρτσιλάκη, τον οποίο ευχαριστώ και για τις σημαντικές διευκρινήσεις - πληροφορίες. Η περίπτωση του ΜήτσουΧρήστου Αυτός ήτονε από πάνω και είχενε πάρει από δω μια. Θυμάσαι το Σταύρο που λέγανε το Περούλη απου έκανε ένα καφενείο εκειά στου Ροδακινιώτη το σπίτι (σ.σ. εννοεί το Γιώργη Αρετάκη- συνωνυμία με τον αντάρτη, σύζυγο της ΚαΠιάτσα στο Σπήλι. τίνας Παντινάκη). Έφιππος Γερμανός Εκεί εκάθεντονε Αξιωματικός και ειχε νε πάρει μια τζι αδερφή(?) και ήταν αυτός παλιολαδίτης. Αυτός έκλεβε των γερμανών δυναμίτες με άλλον ένα εξόριστο. Ήτανε ετσά και άρπανε, και από εμάς άρπανε, δεν ήτανε καθαρός και μια κατσίκα είχενε πάρει του Παπαδάκη του Γιάννη, την είχανε σφάξει στο δρόμο και τη πήρανε. Και ανακάλυψαν ύστερα, ότι αυτός ήτανε αυτή η σπείρα. Επήγανε και είχανε μπλέξει το Ντερεδάκη (Δερεδάκη Νίκο) και το Δαμβακάκη (Δαμβακάκη Γιώργη) για τσι δυναμίτες, αλλά ύστερα ανακαλύψανε ποιος τσι πήρενε. Και τονε πήρανε αυτό τον εξόριστο και τονε στέσανε εκεί στη γέφυρα (σ.σ.τον εκτέλεσαν) και το ΜητσοΧρήστο τονε σκοτώσανε εδώ στου Λουλουδάκη αποκάτω σε ένα σόχωρο. Αλλιώς θελά σκοτώσουν τσι άλλους άδικα. Οι δυναμίτες ήτανε στου Γιώργη του Κουμεντακη το σπίτι απου το βαστούσανε (σ.σ. Οι Γερμανοί) και από εκειά τσι πήρανε και θελα μπλέξουνε άλλοι, ύστερα μάθανε ποιος τσι πήρε και έτσι δεν εμπλέξανε. Αλβανία Πέμπτη Μεραρχία Κρητών Αφήγηση Σταύρου Παντινάκη: Λοιπόν επήγαμενε στο Ναύπλιο, μας επήγανε στην Καλαμάτα και μας αποσπάσανε σε χωριά ορισμένους. Εμάς μας αποσπάσανε σε ένα χωριό οχτώ άτομα, Σπηλιανοί. Λοιπόν εκάμαμε εκεί μερικό καιρό, κάνα μήνα, και μετά επεράσαμε στη Μάνη. Ήμουνε εγώ, ο Κουμεντάκης Γιώργης, ο ξάδερφος μου ο Γιωργής (Παντινάκης) από τη Πατσό, ο Λέανδρος (Πεδιαδιτάκης), ο κουνιάδος (του Λέανδρου) από τα Αγαλιανού, ο Στεφανής ο Τάταρης (Ταταράκης), ο Λάμπης (Χαράλαμπος) Θεοδωράκης ο χαρκιάς του Γιάννη ο αδερφός. Φύγαμε από ένα χωριό, το λένε Χωματερό. Από την Αλβανία ήρθαμε με τα ποδάρια, και πείνα και μας σε πετούσανε γαλέτες στο δρόμο και τρώγαμε. Στην Αλβανία είχαμενε πάει στο ΜπουΣπηλιανοί της Πέμπτης Μεραρχίας έξω από το Δημοτικό κήπο Ρεθύμνου. Πίσω με την πλάτη τανόρ (σ.σ. εννοεί το Πούντα Νόρντ) στα κάγκελα του Κήπου από αριστερά, Γιώργης ή Στέφανος Ταταράκης, Θεμιστοκλής Χατζηδάκης, Εκεί ήτανε η μεραρχία η Κρητικιά, από Σταύρος Παντινάκης (με το βελάκι), Μανώλης Σαββάκης. Καθήμενος μπροστά Κωστής Γεωργουλάκης εκει οπισθοχωρήσαμενε. Ήρθαμενε λοιΚαθήμενοι από αριστερά: Παντελής Δαμβακάκης, Γιώργης Βλαχάκης, Μιχάλης Γεωργουλάκης, πόν βαδίζαμε με τα ποδάρια, μας εζυγώΚωστής Λουλούδης, Στέλιος Λουκάκης, Γιώργης Κουμεντάκης , Θοδωρής Καπετανάκης. νανε οι γερμανοί από την ομπρός μεριά και από πίσω οι Ιταλοί. Σπηλιανοί απού εμπήκαμενε ήμαστονε: ο Λουκάκης ΣτεΎστερα τα συμφωνήσανε και μασέ ξοφλήσανε. λής, ο Λέανδρος, ο Μιχάλης ο κουνιάδος του Λέανδρου έχαΚαι ήρθαμενε στο Ναύπλιο. σενε το δρόμο, ο Στεφανής ο Τάταρης, ο Γιώργης ο ΚουμεΣτο Ναύπλιο εφορτώνανε από κει, τσι αλεξιπτωτιστές και ντάς. Τριάντα δυο άτομα είμαστε. τσι οβίδες και έρχουντανε στην Κρήτη και γίνουντανε επιχειΜας έπιασανε φουρτούνα και θελα πνιγούμε, εγέμιζενε η ρήσεις και μάλιστας επέρνανε εργάτες και πηγαίνανε. (σ.σ. μαούνα νερά, μας έσκισενε το πανί, μας επήρε το πανί. προφανώς η φόρτωση γινόταν στο λιμάνι του Ναυπλίου) Επιάσαμε σε ένα νησάκι ακατοίκητο και εκεί βρήκαμε και Εγώ δεν επήγα. Δε πάω να φορτώνω εγώ τσι βόμβες. νερό. Είχανε οι εγγλέζοι κάτι νεντεπόζικα, είχανε φυλάκια Επήγαινα και θέριζα αλλονώ και έπαιρνα το χαρτζιλίκι μου. εκεί και βρήκαμε νερό και ήπιαμε (σ.σ. σύμφωνα με την Εγώ να πα να φορτώνω τσι βόμβες, δεν επήγα. περιγραφή το νησί πρέπει να είναι με μεγάλη πιθανότητα τα Δε πάω να φορτώσω τσι βόμβες, απού θα παν να σκοτώ- Αντικύθηρα είτε το σχετικά απίθανο η Άγρια Γραμβούσα). σουνε το πατέρα μου και τη μάνα μου και τον αδερφό μου. Τρία μερόνυχτα εκάμαμε στη θάλασσα χωρίς να φάμε τίΛοιπόν μετά εφύγαμε από εκειά, δεν είχανε έρθει οι γερ- ποτα. Και βγαίνουμε στου Ροδωπού στα Χανιά εκεί. μανοί εκειά που ήμασταν εμείς, και λέμε να φύγομε μην έρΛοιπόν σκέψου τι αγανάκτηση είχαμε που πήγαμε και μπήθουν οι γερμανοί και μας αρπάξουνε, και ο θεός κατέει τα καμε σε μια εκκλησιά (στου Ροδωπού) γονατιστοί απού γλιχάλια μας. Λοιπόν και επεράσαμε σε ένα μέρος σε μια λίμνη, τώσαμε από τη θάλασσα. που είναι εδά κεινονά το μέρος δε θυμούμαι και πήγαμενε Είχα και ένα αδελφό (Χαράλαμπος Παντινάκης) στη Κοστη Μάνη. (σ.σ. Δεν κατάφερα από την περιγραφή να εντο- μοτηνή φαντάρο αλλά είχενε αντεντίτιδα (σ.σ. Αδενίτιδα πίσω τη λίμνη) εννοεί) και του χανε δώσει δυο χρόνια αναβολή και πέθανε, Μετά σε ένα μέρος παράλιο μπήκαμενε σε μια μαούνα δεν ήτονε τότε τα μέσα και πέθανε. (σ.σ. Εδώ η Ειρήνη χωρίς πράμα, ένα πανί είχε και κουπιά. Κάμαμε μια μέρα Καβακοπούλου εξομολογείται ότι ήταν ερωτευμένη με αυτό στη θάλασσα. Εκάμαμε μια μέρα στη θάλασσα, μάθαμε από τον στρατιώτη και πήγαινε και τον έβλεπε στο νοσοκομείο το ζόρε κουπί. στην Αθήνα). Ο Κοινοτάρχης ή ο Ειρηνοδίκης Θεοδωρακόπουλος υποδέχεται τον διοικητή Urloff (Σπήλι 1942-43) Ανατίναξη της Γέφυρας στο Σπήλι Όταν έγινε η ανατίναξη τσι γέφυρας στο Σπήλι, ήτονε ένας ειρηνοδίκης απού έμενε εδώ. Ο Θεοδωρακόπουλος ήτανε φίλοι με το φρούραρχο και του λέει να πάει να καταστρέψει την άλλη γέφυρα παρακάτω στσι Λιβάδες, επειδής είναι το νερό, να μην καταστρέψει το νερό. Λέει (ο φρούραχος) δεν μπορώ να το κάμω γιατί έχω διαταγή να καταστρέψω αυτή τη γέφυρα, αλλά θα βγάλω μερικά εκρηκτικά. Έβγαλε καμπόσους δυναμίτες για να μη χαλάσει το νερό. Ήμουνε απάνω στη γέφυρα όταν εβγαλαν τα κασόνια με τσι δυναμίτες για να, μη κάμει μεγάλη καταστροφή. Ήτανε Αύγουστος προς Σεπτέμβριο (σ.σ 1944) Όταν εφύγανε οι γερμανοί εκάψανε τα πυρομαχικά στσι Ρουσές πέρα, και μας εδιώξανε από το χωριό μήπως έρθουνε βλήματα και πήγα το παιδί με ασαράντιστη τη γυναίκα εδώ απάνω στον πριναρέ σε ένα σπηλιάρι. Πηγές: Αρχείο Δημήτρη Σκαρτσιλάκη~ Αρχείο Ηλία Λουλούδη
www.rethemnosnews.gr απόψεις ΣΑΒΒΑΤΟ 2 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024 Αποµαγνητοφωνήσεις από το αρχείο ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΠΡΙΛΑΚΗ ΚΑΒΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΗΛΙΑΣ Ν. ΛΟΥΛΟΥΔΗΣ hlouloudis@gmail.com Γιανίτσαροι και η Κουμεντοπούλα Αφ. Γιώργης Τον παπού μου τονε σφάξανε οι τούρκοι. Μια φορά υπήρχανε γιανίτσαροι οι οποίοι αυτοί εδιευθύνανε, ούτε οι νιζάμιδες (σ.σ. αγνοούσαν τους τούρκους χωροφύλακες οι γενίτσαροι). Ήτανε μια από τσι Κουμεντάδες, μια πεντάμορφη, μα έφεγγενε ως φέγγει ο ήλιος. Και το μάθανε (οι γιανίτσαροι) και εδιατάξανε να στέσουνε μια βραδιά γλέντι οι χωριανοί. Ήτονε ένας οντάς ατουδά στου Παυλή το σπίτι, εκειά πόδε πόδε ήτονε στον Κουμενταδων, ο πρώτος οντάς. (σ.σ. οικία Νίκου Μπριλάκη – παιδονόμου) Και διετάξανε και πήγανε και απόης εχύσανε ρόδι και καλέσανε να μη λείψει κανείς. Και πήγανε ούλες οι γυναίκες και χορεύανε και αυτή δεν επήγενε. Ο παππούς μου ο Σάββας ήτονε πάντοτε καπετάνιος. Δεν την άφηκενε να πάει στο γλέντι να την απολαύσουνε οι γιανίτσαροι, να μη πέσει στο γιανίτσαρο τα χέρια. (σ.σ. Διευκρινίζει ότι δεν ήταν θέμα ερωτικό η προστασία, αλλά ηθικό) Τονε καιροφυλάγανε οι γιανίτσαροι. Πολεμούνε να τονε πιάσουνε, δε μπορούνε να τονε πιάσουνε. Ο μόνος ζωηρός άντρας που είχενε και μπαϊράκι κιαμιά φορά στην επανάσταση ήτονε αυτός και ένας ΣτρατιδοΗλίας. Πότε ο ένας καπετάνιος του χωριού πότε ο άλλος. Τότε τη δεύτερη ανάσταση του Πάσχα. Οι Γιανίτσαροι λένε ηντά αυτός θα πάει να προσκυνήσει την Ανάσταση, και εζώσανε την εκκλησά και τον επιάσανε επιτόπου την ώρα που γίνεντονε το γλέντι (σ.σ. Στον Άγιο Χαράλμπο) Και του λένε: Έλα δω χάσκισε για να του βάλουνε τη μπιστόλα στο στόμα και να τσι δώσουνε φωτιά. Και απης διατάσουνε να μη σκολάσει ο χορός, και δίδουνε διαταγή να μην τονε θάψουνε. Άρχιξε και εβρώμανε. Πάνε στο πασά τούτονε το μεγάλο οι χριστιανοί και παραπονούνται. (σ.σ. ο πασάς κατοικούσε στο «Αγαδικό», το οποίο ήταν το σημερινό σπίτι του Παιδονόμου μαζί με του Λουκοδημήτρη. Ήταν ο μοναδικός τούρκος στο κατωχώρι). Τονέ λέει σιωπηρώς αμέτε να ανοίξετε ένα λάκκο να τονε βάλετε. (σ.σ. χωρίς κηδεία). Και ανοίξανε ίδια στου Σαβογιώργη την ελέ από κάτω, ένα λάκκο και επετρόσασιντονε εκειά. Οικογένεια Δαμβακάκη Σε αυτή την αφήγηση συμμετέχουν τρία μέλη από την οικογένεια Δαμβακάκη στο Σπήλι. Ο χρόνος ηχογράφησης είναι άγνωστος, πιθανόν γύρω στο 1978. Τα μέλη είναι ο Γεώργιος Δαμβακάκης (1891-1981, παλιός κοινοτάρχης), η σύζυγος του Ελένη (1901-1990) και ο γιός τους Μανούσος (1916-1988). Η Ελένη Δαμβακάκη λέει γητειές, συνταγές και παλιά έθιμα. Ο Γιώργης και ο Μανούσος λένε για έθιμα των Χριστουγέννων, του Πάσχα και της Αποκριάς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αφήγηση του Γιώργη για τον παππού του, από την οποία μαθαίνουμε ότι τουλάχιστον στις τελευταίες επαναστάσεις, το Σπήλι είχε δικό του μπαϊράκι και οπλαρχηγό. Γητειά για Ψυχικές ασθένειες Αφ. Ελένη Διαβάζει από τετράδιο που έχει γράψει τις γητειές και διάφορες συνταγές. Σε παρένθεση η επεξήγηση που δίνει η ίδια. (Αυτή τη γητειά χαρά μου τη λένε εις περίπτωση που καταλαβαίνεις ότι είσαι έτσι άρρωστος). Παναγία μου φύλαξε Είδες που λένε φαντάσετε τη νύχτα; Φοβάται; Εις τον ύπνο ντου παραμιλεί και λέει μωρέ θα σε σκοτώσω; Εις αυτή τη περίπτωση τη λένε αυτή. Άκουε εδα…) Πρώτος είναι ο Κύριος Δεύτερος ο Γιος του και το Άγιο Πνεύμα Και ο Σταυρός είναι ακόλουθος Η Παναγία έφυγε με τον Προφήτη Ηλία Και πάνε στη δικάσιμα δια την σωτηρία Η Παναγία γονάτισε με χέρια υψωμένα Αλάφρωσε των την ποινή και κάμε και για μένα (δηλαδή Παναγία μου φύλαξε διώξε τα κακά πνεύματα) και σήκωσε και το σύννεφο που τονε σκεπασμενη/ος (δηλαδή επαραμιλούσανε και λέγανε εκείνα τα κακά πράγματα) Και εφάνηκε η ψυχή που έκλαιγε νύχτα μέρα (τάξε είχε την αγωνία) Παρθένα μου (τσι είπενε αυτός ο άρρωστος) ο κύριος έχει να τους πληρώσει Εκείνοι που σταυρώσαν το Χριστό δια τη σωτηρία (αυτός δηλαδή που παραμίλιενε και ήλεγε τα κακά πράματα τονέ φώτισενε ο Χριστός λέει και είπενε αυτά τα λόγια, αυτός). Γητειά Δια Πονάματο Αφ. Ελένη Εις το όνομα του Χριστού της Παναγίας Στσι εικοσιπέντε του Δεκεμβριού Χριστός γεννάται Είμαστε επτά και οχτώ αδερφάκια Τα εννιά αδερφάκια πήραμεν τα εφτά και τα οχτώ και τα εννιά σκεπαρνάκια Να κόψομενε πεύκα και λεύκα και άγριο κυπαρίσσι Να σάξομεν της Παναγίας την πόρτα Από κειδά έπεσενε ένα φλετζασκουδάκι και βάρηκενε του δούλου του θεού (όπως τονε λένε εδά) όπως είναι βαφτισμένος μυρωμένος της Αγίας Μεγάλης Παρασκευής το αντίδερο φαωμένο να πιάσει ασήμι, χρυσάφι, να του σταυρώσει το μάτι να γίνει νέα αστάχυ Συνταγή για Λιβάνι Αφ. Ελένη Μοσχολίβανο Παίρνομε λιβάνι το καθαρίζομε το κοπανίζομε, κοσκινίζομε το κάνομε σκόνη. Ζυγιάζομε μέσα ότι σκόνη του λιβανιού. Από το κοπανισμένο βάνομε 40 δράμια, νερό 50 δράμια, άρωμα τριαντάφυλλο η μα- στίχα και μπογιά κόκκινη. Το ανακατεύομε καλά, έπειτα το ζυμώνομε. Μέσα σε μια ώρα αφού ζυμωθεί καλά, πλάθομεν όπως τα μακαρόνια Βάνομενε κοσκινισμένο λιβάνι να πλάσομενε, το απλώνομαι σε τραπέζι το αφήνομενε είκοσι ώρες. Και έπειτα το μαζεύομε και το κόβομε ψιλό ψιλό. Αντίδωρο Το αντίδωρο της μεγάλης Μεγάλη Πέμπτης και Παρασκευής το φυλάσσομε στα σκονίσματα όλο το χρόνο. Άμα φας αντίδερο τσι Πεγάλης Πέμπτης, αν είναι να πλαγιάσεις σε εξοχή ουδέποτε σου σιμώνει μιαρό. Τη Μεγάλη Παρασκευή απης πάμε στην εκκλησία πίνομε αγίασμα και μετά τρώμε αντίδερο. Καρακατζόλοι Αφ. Ελένη Ελέγανε πως υπάρχανε λέει και εκατεβαίνανε απού τσι καμινάδες. Εχτενίζανε τα παιδιά γιατί θελά ρθουνε λέει οι καρακατζόληδες. Τα χτενίζανε και τα ψιρίζανε για να γνωρίσουνε λέει τσι εδικούς τονε εις το γκάτω κόσμο. Δηλαδή θελα με ψιρίσει η μάνα μου λέει, κεινηδά τη βραδιά. (Παραμονή των Χριστουγέννων). Να με χτενίσει να με ψιρίσει, απού να με γνωρίσει οντε θα ποθάνω λέει, ελέγανε έτσι. Την παραμονή των Χριστουγέννων μπαίνανε και φεύγανε την παραμονή των Φώτων (οι καρακατζόλοι) Ε άκου να σου πω ανάβανε φωτιές, άναβε το λύχνο η κακομοίρα η λαλά μου και τονε άφηνε ούλη νύχτα και οντε θελα πάει να πλαγιάσει του βάνενε λάδι και τονε τίγκερενε, για να μην μπούνε λέει οι καρακατζόλοι. Η γιαγιά μου απου ήτανε σφακιανή τα λέγενε τουτανά. Και θελα θυμιάζει η κακομοίρα η γιαγιά μου. Να αφήσει στη παραστιά το θυμιατό να γεμίσει το λύχνο λάδι να μη μπουνε, να θωρούν το φως, γιατί αυτοί φοβούντανε λέει το φως. Και έκανε και ένα άλλο. Έβανε μια χαχαλόβεργα και εκρέμανε το μαύρο τζι φουστάνι στη πόρτα, και το φύσανε ο αέρας και θαρούσανε (οι καρακατζόλοι) πως ήτανε ο παπάς και δεν εμπαίνανε. Εγώ άκου να σου πω. Εγώ τότε που τα κάνανε τουταδά, με είχανε στη Πατσό. Εις την Πατσό εδα παιδί μου, ήτανε σαφή Τούρκοι. Η γιαγιά μου η κακομοίρα εκειδά και δυο τρεις χριστιανοί. Και συνονοούνταν εδά οι χριστιανές, και κάνανε τα τσικάλια ντονε. Αλλά ητο και τούρκισες κοντά και θελα τσι πούνε. Μα ήντα κάνεις κερά Μαρούλη, και βάνεις τα τσικάλια σου άνω κάτω. Λέει γιατί έρχουντε οι καρακατζόλοι Λέει για αυτό εσείς οι χριστιανοί σας τα κάνουνε τούτανα τα πράματα οι καρακατζόληδες. Εμείς έχομενε καλιά θρησκεία από σας. Όταν έχουνε το μπαϊράκι (μπαϊράμι) αυτοί, οντε έχουνε αυτοί το ραμαζάνι δεν ντονε κάνουνε πράμα οι καρακατζόληδες. Προσευχή Χριστουγέννων Αφ. Ελένη & Γιώργης Σε πάσα λιβάνι σε βάνω (όνομα) ελέησε τονε θε μου και ξεκουρασέτονε. Όλους τσι δικούς τσι βάναμενε (μνημονεύανε) μέχρι και νονό. (σ.σ. Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι μαζευόταν όλη η οικογένεια και έβαζαν ένα ποτήρι νερό και ένα κρασί. Ο προστάτης της οικογένειας βουτούσε τα δάχτυλα στο νερό και στο κρασί και πετούσε σταγόνες στη φλόγα του λύχνου λέγοντας τα παρακάτω λόγια για όλους τους νεκρούς της οικογένειας. Η ίδια διαδικασία γινόταν και στο πασχαλινό τραπέζι). Απόκριες Αφ. Γιώργης Τσι αποκρές εμονομερίζανε οι οικογένειες και αποκρυγιόνανε δύο φορές Κρετινή και Τυρινή. Ουδείς έτρωενε την Τυρινή κρέας. Ετρώγαμε λαζάνια ντόπια μυζυθρόπιτες, μπακαλιάρο. Λοιπόν, τσι αποκρές εμονομερίζανε οι οικογένειες και κατόπιν εντυνότανε και πηγαίνανε από το ένα σπίτι στο άλλο, με κριγιαροκεφαλές (για μάσκες), με κουδούνια κτλ. Τότε οι γερόντοι στο τέλος τσι τελευταίας Αποκρές το βράδυ. Αποσπέρας τσι Καθάριας Δευτέρας, όλοι οι γερόντοι εσηκόνουντανε και ο πρώτος θελα κάμει στρουμπί το μαντήλι ντου να τσι βάλει να κάνουνε παιγνίδια σε κύκλο. Τότε απου κρατούσαν οι γερόντοι είπενε ο πρώτος γέρος ο Κουμεντοκωσταντής, μια μαντινάδα: Να πάω θέλω στα Χανιά να πάρω ένα μπεγίρι να κουβαλώ τσι γέροντες εις το ξεκουμπιστίρι Αποκριάτικο Παιχνίδι – Καράβι Αφ. Γιώργης & Ελένη Από το μεσημέρι τσι Κυριακής τσι Τυρινης, επηγαίνανε σε εν σταυροστράτι και είχανε ένα ξύλο, ένα μέτρος. Και επιάνανε οι δυο αρχηγοί το ξύλο από τη μια πάντα, και απόης επηγαίνανε αράδα και επιανάνε ένα ντον άλλο από τη μέση και τραβούσαν και όποιος θελα παρει το ξύλο ‘ήτανε ο νικητής Και μονομερίζανε επαέ (σ.σ. στο σταυροστράτι της Ροδάνθης) πενήντα άντρες και άλλοι πενήντα από την άλλη. Αποκριάτικο Παιχνίδι - Ο Ποταμός Αφ. Μανούσος Εσταματούσε ο πρώτος έσκυβε και επέρνανε (από πάνω του πηδώντας) ο δεύτερος και σε κάθε πόρτα που περνούσανε, έστεκενε η σπιτονοικοκυρά του σπιτιού και τους κερνούσε. Ξεκινούσανε από την πάνω ρούγα και κατεβαίνανε μέχρι κάτω. Με αυτό τον τρόπο περνούσανε ούλα τα σπίτια του χωριού. Ο Χορός του Πάσχα Αφ. Γιώργης Τη ΔιπλανΆσταση τηνε γυρίζαμενε ακόμη και στα νεκροταφεία πηγαίναμε. Θελα φύγομε από δω, να πάμε στη Παναγία και κατόπιν να κατεβούμε στο Χριστό (σ.σ. νεκροταφείο), ύστερα στον Άη Στέφανο, να πάμενε στον Αη Γιώργη (σ.σ παλιό νεκροταφείο) να γυρίσομε στον Αη Χαράλαμπο, να τελειώσει. (σ.σ. την ίδια διαδρομή ακολουθούσαν και στην περιφορά του Επιταφίου). Και εκεί άμα θα τελειώσει η Διπλανάστασης απου λέμε, ο πάπας έβανε την αρχή και έκανε το Χριστός Ανέστη σε όλους τσι χωριανούς. Εν τω μεταξύ να παίζουνε γυναίκες άντρες την καμπάνα, και οι γυναίκες έπρεπενε να την παίξουνε για να γίνεί λέει το μετάξι τους καλό. Και κατόπιν συνεχίζανε το χορό στον περίβολο τσι εκκλησίας μέχρι να νυχτώσει.Τα πρώτα ζάλα θελα τα κάμει ο παπάς (σ.σ. παπά Χαράλαμπος). Θελα πιάσει στο χορό να κάμει ένα κύκλο μικρό, μικρό και να πει μια μαντινάδα Στον ουρανό θελα ‘νεβώ να δω το θιο πως κρίνει απ’ αγαπήσει και αρνηθεί ήντα ποινή του δίνει
www.rethemnosnews.gr απόψεις ΣΑΒΒΑΤΟ 9 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΗΛΙΑΣ Ν. ΛΟΥΛΟΥΔΗΣ Αποµαγνητοφωνήσεις από το αρχείο ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΠΡΙΛΑΚΗ ΚΑΒΑΚΟΠΟΥΛΟΥ hlouloudis@gmail.com Αργυρώ Λεωνίδα Αποστολάκη (1932-2013) Κύρια αφηγήτρια είναι η Αργυρώ και σε ορισμένα σημεία παρεμβαίνει ο αδερφός της Μανόλης Λεωνίδα Αποστολάκη (1925-2019) από το Σπήλι. Η ηχογράφηση έγινε στην Αθήνα 7-10-1990. Η Αργυρώ αφηγείται το βίο του Οσίου Νικολάου του Κουρταλιώτη, όπως τον άκουσε από ένα καλόγερο, όταν πήγε να δουλέψει μαζώχτρα στο μοναστήρι του Πρέβελη. Αυτή η προφορική ιστορία στην καταγεγραμμένη εκδοχή της, ίσως να είναι μοναδική σχετικά με το βίο του Αγίου. Επιπλέον αφηγείται την εμπειρία της από το λιομάζωμα στου Πρέβελη όπου αντλούνται πληροφορίες για τις κοινωνικές, εργασιακές και οικονομικές συνθήκες της εποχής. Από τα συμφραζόμενα προκύπτει ότι πήγε εργάτρια στα τέλη του 1950. Βίος Οσίου Νικολάου Αφηγείται η Αργυρώ: Είχαμε πάει μια μαζωχτική να κάμομε στου Πρέβελη. Μου είπε ότι κείνα τα χρόνια ένας γέροντας καλόγερος απού ήτανε εκεί. Μου είπε ότι το χωριό του ήτανε από το Φρατί (σ.σ. του Αγίου). Λοιπόν αυτό το παιδί κάθε Τετάρτη και Πα- ρασκευή δεν έπινε τσι μάνας του το γάλα, δεν έπινενε γάλα από τσι μάνας του το βυζί. Ήρθε το παιδάκι και εμεγάλωσε αλλά ότι είχανε μέσα εις το σπίτι τους, αυτό δεν άφηνε τίποτα. Εφεύγανε οι γονείς του και αυτό άδειαζενε το σπίτι και έτρεχε σε όλους τσι φτωχούς και τα πήγαινενε, ο Νικόλαος. Εγυρίζανε οι γονείς του βράδυ από τη δουλειά. Έμενε με μια γιαγιά του η οποία τους έλεγε: Κείνο το παιδί σας μωρέ σταλιά λάδι δε σας άφηκενε, σταγόνα στάρι δεν άφηκενε, τίποτα ότι βάλετε στο σπίτι. Αλλά αυτοί είχανε ευλογία μέσα εκεί. Επηγένανε οι γονείς εκοιτάζανε τα κιούπια που είχαν το στάρι γεμάτα, κοιτάζανε τα κιούπια, τα κουκιά γεμάτα. Κάποια μέρα ήρθενε ο καιρός από είχανε τα κουκιά και του λέει ο πατέρας του: σήμερα παιδί μου θα πάμενε στο αλώνι να αλωνέψωμενε τα κουκιά. Θα ‘ρθεις και εσύ παιδί μου να τα κουβαλάς στο σπίτι. Του τα φόρτωνενε εις το άλογο να τα πάει στο σπίτι. Όπως περνούσε το χωριό, έμπαινε σε κάθε σπίτι, στα φτωχά σπίτια και εξεφόρτωνε το άλογο, σε εσένα ένα τσουβάλι, στον άλλο δέκα οκάδες, στον άλλο δεκαπέντε οκάδες και γύριζε πάλι πίσω. Πήγες παιδί μου τα κουκιά, τα έβαλες στα πιθάρια; Τα βαλα ήλεγενε. Τελευταία, πριν το τελευταίο γομάρι πάει πάλι, ξεφορτώνει στο σπίτι το γομάρι αυτό. Παίρνει μια φούχτα σε κάθε πιθάρι και ρίχνει, σταυρώνει το πιθάρι και γεμόζουνε και τα δέκα τα πιθάρια κουκιά. Όπως επέρνανε ο πατέρας για να έρθει στο χωριό, εβγαίνανε οι Μαζωχτική στου Πρέβελη Εγώ τότε πρέπει να ήμουνα λιγότερο από δεκαοχτώ χρονών (σ.σ. γύρω 1948 με 1950). Εκείνη τη χρονιά επήραμε εκατό οκάδες λάδι η κάθε μια, γιατί τσι ελιές τσι πήραμε αποκοπής. Επήγαμε πενήντα μαζώχτρες από το Σπήλι, τα Δαριβιανά και άλλα χωριά. Ήτανε Παντινιανές, Ταταροπούλες (Σπήλι) μέχρι η Όλγα από τσι Καρίνες ήτανε και οι κόρες τσι και οι εγγόνες τσι. Ήμαστε ακριβώς πενήντα κοπέλες. Ήτανε μια διασκέδαση αυτή η μαζωχτική, δεν θα την ξε- χάσω αυτή τη μαζωχτική στα χρόνια μου. Εμέναμε στο πόδε μοναστήρι, εκοιμόμαστε σε ένα οντά μεγάλο, όλοι χάμω. Εσηκωνόμαστε τέσσερεις το πρωί, έπαιζε η καμπάνα, επηγαίναμε στη λειτουργία. Από εκεί εφεύγαμε και πηγαίναμε στις ελιές. Το μεσημέρι μας φέρνανε από ένα σεβεδούκο, ελιές και καμιά φορά τυράκι. Σχολάγαμε κατά τις τέσσερεις, πηγαίναμε απάνω είχανε μαγειρεμένα στα καζάνια και μας βάνανε και τρώγαμε. Σύψωμα είχαμε συμφωνήσει. χωριανοί και του λέγανε ευχαριστώ, γιατί τον άφησε το παιδί του τα κουκιά. Παιδί μου έλα εδώ να σε ρωτήσω. Που τα άφηκες τα κουκιά; Στο σπίτι πατέρα. Πάνε λοιπόν στο σπίτι κοιτάζουν και ήταν τα πιθάρια γεμάτα. Τότε του λέει ο πατέρας του, παιδί μου εδώ δε μπορείς να κάτσεις πια στο σπίτι μας. Εκατάλαβενε ότι ήτανε Άγιος. Του λέει που θέλεις να πας παιδί μου, που να σε πάω; Θα με πας εις τη Μεσσαρά και θα με αφήσεις στην Παναγία στα Καλύβια (σ.σ. σύμφωνα με άλλη εκδοχή στο Ζαρό), εκεί θα με αφήσεις και θα φύγεις πατέρα. Το πήγαινε το παιδί εκεί. Επήγαινε (σ.σ. το παιδί) εκεί στα χωράφια και παρουσιαζότανε σαν αρνί, σαν λαγός, σαν άνθρωπος αλλά έκανε πολλά θαύματα εις τη Μεσσαρά εκεί. Αφηγείται ο Μανόλης Αποστολάκης: (σ.σ. κάποιος Μεσσαρίτης παραφύλαξε ένα βράδυ για να πιάσει το ζώο που του έτρωγε τα κηπευτικά στο περιβόλι) Μια φορά από τσι πολλές φορές πάει και φυλάει και βλέπει ένα πρόβατο και το πυροβολεί και το τραυματίζει και πάει να το πιάσει και γίνεται άνθρωπος. Του λέει μη φοβάσαι δεν είναι τίποτα, μόνο θα με πάς στο τάδε μέρος να με αφήσεις. Και το σηκώνει και από πρόβατο που τόχε δει, θωρεί ότι ήταν ένα ψαρομάλλης ένας κοντός. Τονέ βάνει στον ώμο του και τονε πάει στο φαράγγι. Θα με πας στο τάδε μέρος να με αφήσεις και να φύγεις. Μόλις τον πάει στο φαράγγι εκεί που είναι τώρα το νερό. Του λέει διψάω, του λέει (σ.σ. ο Μεσσαρίτης). Και κάνει τα χέρια του έτσι ξέρω γω και βγαίνουν πέντε βρύσες και μετά εξαφανίστηκε και ήτανε ο Άγιος Νικόλαος. Αφηγείται η Αργυρώ: Εκεί λοιπόν του είπε (ο Μεσσαρίτης) πως θα γυρίσω εγώ στο σπίτι μου εις τη Μεσσαρά; Του λέει μη στεναχωράσε, εσύ θα γυρίσεις στη Μεσσαρά, αλλά μόνο θα φωνάξεις εκεί ότι εδώ να άρθουνε να μου χτίσουνε εκκλησία του αγίου Νικολάου του είπε, και σε δέκα λεπτά θα είσαι στη Μεσσαρά. Θα πας στο μοναστήρι στην Καλυβιανή θα βρεις τον παπά και θα του πεις να έρθουνε εδώ να μου χτίσουνε την εκκλησία. Και εχτίσανε πράγματι την εκκλησιά του εκεί. Ο καλόγερος που μου το είπε, ήτανε γέροντας, ήτανε καλόγερος από το Φρατί και αυτός. Όσιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης, ο εν Κρήτη Όσιος με θαυματουργά χαρίσματα, ασκήτευσε στη νότια και κεντρική Κρήτη κατά το 17ο αιώνα. Πληροφορίες για τη ζωή του διασώζονται μόνο στην προφορική παράδοση και ιδιαίτερα στην επαρχία Αγίου Βασιλείου. Στο μέσον του Κουρταλιώτικου Φαραγγιού, βρίσκεται μικρός ναός, όπου κατά την παράδοση, βρίσκεται και ὁ τάφος του. Το λαϊκό προφορικό συναξάρι, διασώζει ότι από παιδί εμφάνισε σημάδια αγιότητας, δίνοντας σε φτωχούς τα αποθέματα τροφίμων του πατρικού σπιτιού. Παρά τις ανησυχίες του πατέρα του, τα πιθάρια βρίσκονταν πάντα γεμάτα. Ο πατέρας του τον προέτρεψε να ακολουθήσει τον ασκητικό βίο. Μέρος της ζωής του το έζησε στην Μεσσαρά. Λίγο πριν πεθάνει απέστρεψε στην επαρχία Αγίου Βασιλείου στη γενέτειρά του (Φρατί ή Ασώματος). Τον έφερε ένας κάτοικος της Μεσσαράς ο οποίος σύμφωνα με μία εκδοχή τον βίου του, τον είχε πληγώσει θανάσιμα, νομίζοντας ότι είναι αρνί (λαγός κατά άλλη εκδοχή). Κοντά στο σημείο που βρίσκεται ο ναός, ο Μεσσαρίτης δίψασε και ὁ ‘Άγιος άπλωσε την παλάμη του επί του βράχου και ανέβλυσαν τόσες πηγές όσο και τα δάκτυλά, οι οποίες αναβλύζουν μέχρι σήμερα. Η παράδοση διασώζει ακόμη, ότι κτήτορας του ναού είναι κάποιος Οθωμανός. Ο Άγιος δεν είναι αναγνωρισμένος με επίσημη απόφαση, όμως περιλαμβάνεται στο Κρητικό Αγιολόγιο και ἡ μνήμη του τιμάται την 1η Σεπτεμβρίου. Πηγές: Φωτο Αρχείο Ηλία Αποστολάκη και Φλώρας Κληρονόμου preveli-boissonnas - jenikirbyhistory.getarchive.net - Αγιος Νικόλαος ipy.gr
www.rethemnosnews.gr απόψεις ΣΑΒΒΑΤΟ 16 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΗΛΙΑΣ Ν. ΛΟΥΛΟΥΔΗΣ Αποµαγνητοφωνήσεις από το αρχείο ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΠΡΙΛΑΚΗ ΚΑΒΑΚΟΠΟΥΛΟΥ hlouloudis@gmail.com Μαρινάκη Ζαμπία το γένος Παντινάκη (1932-2006) Η Ζαμπία αφηγείται λαϊκές πρακτικές, γητειές και θεραπείες ασθενειών. Αναφέρει την ασθένεια Ταπεινάρα, της οποίας η θεραπεία ήταν κατάπλασμα από αλεσμένο και κοπανισμένο φρέσκο Δίσκιαμο, μαλαγμένο με ρακί (σ.σ.απο τα συμφραζόμενα πρόκειται μάλλον για δίκταμο). Περιγράφει τη Ρασόβρακα, ένα ρούχο που χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί στο άρμεγμα. Στην μεγάλη πλημμύρα του 1949 στο Σπήλι, μαθαίνουμε ότι αποκαλύφθηκαν τα ερείπια εκκλησίας στην Περαμερέ (όρια Σπηλίου, Μουρνέ). Πρόκειται για τον Αστράτηγο ή Αρχάγγελο Μιχαήλ του 14ου αιώνα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μικροιστορίες σχετικά με την καθημερινότητα των Σπηλιανών επί κατοχής (καταφύγια, αγγαρείες κτλ). Δύο πρόσωπα, ο Μουσάτος και ο Λατίφης, είχαν σημαντικό ρόλο στο Σπήλι κατά τη διάρκεια της κατοχής. Ο Λατίφης ήταν Έλληνας διότι τον αποκαλεί διερμηνέα, ενώ ο Μουσάτος είναι μάλ- Γητειά για τον Ψωροφύτη (σ.σ. Ο Ψωροφύτης είναι παιδική δερματική ασθένεια του κεφαλιού) Τα κοπέλια εβγάνανε σπυριά στα αυτιά και ξεματώνανε, μόνο στα αυτιά. Και πηγαίνανε και τονε γήτευε η μάνα μου η Γαλάνενα. (σ.σ. τον ψωροφύτη). Έπρεπε να είναι πρωί πρωί και να είναι ανύπλητη, ακατούρητη, αφάγωτη και να μην έχει μιλήσει. Και έπρεπε να είναι το φεγγάρι τη ρόδα ντου (σ.σ. πανσέληνος) και σε σταυροδρόμι. Έλεγε αυτά τα λόγια τρεις φορές. «Ψωροφύτη, φύτη, φύτη Νερουλιάρη, κατρουλιάρη, και κακέ πονεματσάρη Να πας στην έρημο, στην Αίγυπτο στη μαρμαρόπορτα τσι γης Και να χαθείς από το κορμί ντου (όνομα)» Γητειά για το Μάτιασμα Στο όνομα σου Θε μου Και αφέντη μου Χριστέ μου (τρις) Άγιε Παντελεήμονα πρώτος γιατρός του κόσμου Απού γιατρεύεις τσι πληγές και όλους τσι πληγωμένους Ο θιαρμός επέρασε ο Χριστός του απάντηξε Που πας θιαρέε που πας καημέ Πάω να εύρω Παιδί να μαράνω Κόρη να θανατώσω Κουράδι να ξεκουραδώσω Αντρόυνο να ξεζευγαρώσω Και του λέει ο Χριστός Γύρισε θιαρμέ , Γύρισε καημέ, (----) Να πας στα όρη στα βουνά Όπου καμπάνες δεν χτυπούν Όπου παπάς δε λειτρουγά Όπου σκύλοι δεν γαυγίζουν Όπου φούρνοι δεν καπνίζουν Να βρεις ελάφους , τρεις τρισέλαφους Να φας από το κρέας τους, να πιεις από το αίμα τους Και από το δούλο του θεού (όνομα) να λήψεις Θεραπεία για την Ταπεινάρα (σ.σ. Αναφέρει την ασθένεια Ταπεινάρα και ως Απορροφή. Την ταυτίζει κατά λάθος με την ρουσοπήλα και το ουρικό οξύ. Η Ταπεινάρα είναι οξεία αδενίτιδα, με συμπτώματα το πρήξιμο αδένων, μασχάλης και βουβώνων) Όταν ήμουνε μικρό κοριτσάκι, ήτονε του Σαβομανολιού η γιαγιά και έκανε τέτοιες πρακτικές ιατρικές. Και τηνέ βλέπω και πάει και κόβει Δίσκιαμο, και απόεις πάει και κοπανίζει τα φύλλα και τα κάνει πολτό. λον γερμανός εφόσον κυκλοφορούσε με άλογο. Στο Σπήλι είχαν παρουσία και Αυστριακοί αξιωματικοί, οι οποίοι κατά τις μαρτυρίες ήταν αρκετά ήπιοι. Στην αφήγηση η Ζαμπία αναφέρει ένα περιστατικό με ένα αυστριακό αξιωματικό, επιβεβαιώνοντας αυτές τις μαρτυρίες. Οι ηχογραφήσεις έγιναν στο Πάνω Χώρι στο Σπήλι (13-8-1993, 1994, 7-71998,11-12-2000). Η Ζαμπία με την Ειρήνη ήταν συντέκνισσες. Και μετά τάβαζενε όπου χα μπονεί κιανείς, και σπυρί νάτονε τοβάνενε και ότι και νάτονε. Και αυτό απού είχενε ο Ηλίας δεν ήταν αυτό που λέγανε οι γιατροί, αυτό ήτανε συντέκνισα κείνονα που λέγανε Ταπεινάρα- Απορροφή. Η Βαγγελιά του Ταταροκωσταντή κάθε χρόνο την έβγανε στην αμπασκάλη, και ο πατέρας μου την έβγανενε στη μύτη. Ρασόβρακες Η ρασοφάμπρικα ήτανε στου Μερτζάνη (σ.σ. Μερτζάνη= τοπωνύμιο. Προφανώς εννοεί τη ρασοφάμπρικα του Μιλτιάδη Δουλγεράκη). Τσι φαίνανε στο τελάρο (σ.σ. κουβέρτεςπετσέτες ) και τα φέρνανε στη ρασοφάμπρικα και τα πατούσανε και γίνουντανε ένα μίγμα . (σ.σ. τα στημόνια με τα υφάδια δημιουργούσουν ένα σώμα το οποίο ανάλογα το χρόνο επεξεργασίας γινόταν αδιάβροχο το ύφασμα). Τα ράσα των αντρών τα φαίνανε και τα πηγαίνανε και τα πατούσανε στη φάμπρικα ,και ήτανε γυναίκα ειδικιά που τα έραβενε. Ο πατέρας ο δικός φορούσε ρασόβρακες και αρμέγανε τα πρόβατα γιατί τότε δεν ήτονε το νάιλον. Το παντελόνι ρασόβρακα, τονε έκοβενε το νερό και αρμέγανε. Τσι ρασόβρακες και τα ράσα τα έραβενε η Σταμάτενα (Κατίνα Σταματάκη). Πλημμύρα 1949 - Αστράτηγος Το 1949 έκαμενε πλημμύρα και επήρενε τότεσας θυμούμαι, ένα χοίρο απού του Λουδολάμπη τη φάμπρικα και επαρασυρέντονε και ούτε τα ίχνη ντου δεν είδενε, εμπήκενε ο φάραγγας και τα πήρενε ούλα. Τοτεσάς έκατσενε η γης μέσα στην εκκλησία, ήταν τα ντουβάρια πεσμένα και με τη πλημύρα απού έκαμενε, έκατσενε η γης και εφανήκανε οι εικόνες (σ.σ. αγιογραφίες) Αυτή ήτανε ζωγραφιστή εκκλησία, παλεή. Έχει μια ελιά ανοίξει εκειά απού ήτανε το ιερό. Ένας αδερφός του Βλαχάκη βοσκός, επήγενε και έκοψενε ένα κλάδο και δεν εξανασηκώθηνε μπλιό. Εσαρακιάσανε τα χεριά ντου και δεν εξανασηκώθηκενε μπλιο, λέει, ελέγανε τοτεσάς. Ο Άγιος Αστράτηγος, μούλεγενε τσι Μαράκενας η μάνα, η θεία μου η Στεφανία ότι ήτανε πραματευτής, ο Άγιος Αστράτηγος. Ο Καπετανάκης ο Θοδωρής επήγαινε μια μέρα, ήτανε βροχερός (σ.σ.ο καιρός) Απριλιάρης , και ήτονε χόρτα και αυτός όπου θελά δει χόρτα επήγενε τα ζώα ντου. Και επήγαινε και έδεσε την αγελάδα ντου εκειδά. Και το πρωί επήγαινε να τηνε πάρει και έδερνενε η αγελάδα (σ.σ. τρέμουλο - ρίγος) Και λέει Άγιε μου να γιάνει και θα φέρω στη χάρη σου μια οκά λιβάνι και γιαμιάς τσι πέρασενε τσι αγελάδας, και το πήγαινε (σ.σ.το λιβάνι). Ήντα στον κάμπο δεν είναι ο Αη Γιάννης; Θυμάσαι απού πήγαμε. Μια φορά οι Κισσανοί εβάνανε τα βούγια ντονε εκειδά, για να μη μυγιάζουντε. Ήτονε κατάλυμα. Και τσι ονείρεψενε (σ.σ. ο Αη Γιάννης) να μη τα ξαναβάλουνε. Και δεν τα ξαναβάλανε. και για αυτό εχτίσανε την εκκλησία. Αγγαρείες στο Τυμπάκι Μια φορά θυμούμαι τον είχανε γράψει (τον πατέρα της Γιάννη Παντινάκη ή Παντινογιάννη) και δεν επήγενε στο Τυμπάκι. Έρχουντε στο σπίτι (οι γερμανοί) και ήμαστονε εμείς μικρά και ανοίγουνε και παίρνουν το ψωμί, τσι κουβέρτες τη ρακί και φεύγουνε. Το βράδυ ήρθενε η μάνα μου απού το κάμπο και τσι λέμε πως ήρθανε στο σπίτι οι Γερμανοί και πήρανε τα ψωμιά, το λάδι, δροσά δεν αφήκανε γιατί δεν πάει λέει ο πατέρας μου στο Τυμπάκι. Και μα σε λεει η μανά μου, αντέστε κακοριζίκα να πάμε απόψε στσι η γιαγιά σου να κοιμηθούμενε, γιατί θάρθουνε οι γερμανοί επαέ, θα ρθει ο Λατίφης, ο διερμηνέας θυμάσαι τονε; Και θυμούμαι ήρθε ο μουσάτος με το άλογο και βγαίνει τη σκάλα και σήκωνενε με μια βίτσα τσι κουβέρτες. Βλέπει τη μάνα μου με τέσσερα παιδιά και σηκώνει τη θειά μου την Κατίνα, την Αγγελικό και τη κακομοίρα τη Γιωργία. Και τσι παίρνει και τσι πάει και τσι κλείνει εις του Λουδολάμπη τη Φάμπρικα. Βράδυ νύχτα και καλοκαίρι, γιατί ήτονε ο πατέρας μου στον κάμπο. Και πάω το πρωί και του λέω πατερά, έτσε και έτσε, και άκουσα το Κουτρούλιο το Μήτσο και έλεγενε πως όποιος έχει θηλυκό παιδί και πάει στο Τυμπάκι καλιά να το σκοτώσει. Γιατί μας έλεγενε ότι ήτανε η (όνομα) εκειά, και μπορεί να περνούσανε ούλοι οι αξιωματικοί από πάνω τζι. Και πάει και λέει η μάνα μου του πατέρα μου, άντε γιατί πήρανε τσι αδερφίδες σου να πας στα έργα. Και λέει (σ.σ. ο Μουσάτος ή ο Λατίφης) αν δεν παρουσιαστούνε μέχρι αύριο το μεσημέρι θα τσι πάμε στο Τυμπάκι (σ.σ. τις γυναίκες). Θυμούμε τούτηνε τη ΠαπαδοΗλίενα και ήτονε η Βαγγελίτσα εκειά και την πήρανε, και τον ήλεγενε μην τη πάρετε γιατί είναι σακάτισα, και στο δρόμο θα ποθάνει και θάχετε την αμαρτία τζι (σ.σ. η βαγγελίτσα ήταν κόρη της) Και τσι χανε εκειδά (σ.σ. στη φάμπρικα του Λουδολάμπη), μόλις εσιμώσανε οι άντρες απού έπρεπε να πάνε στα έργα τσι αφήνανε. Επήρανε τη Βαγγελιά του Πεδιαδίτη, τσι Παιδονομιανές την Ανδρονίκη, τη Στασία. Ο Αυστριακός Κάρολος Θυμάμαι μια φορά η μάνα μου. και ζυμώνενε στσι θείας μου τσι Βεργινίας και εκάθεντονε ένας γερμανός (σ.σ. στο σπίτι της Βεργινίας) και τον ελέγανε Κάρολο, μα ήτανε καλός άνθρωπος. Και τσι λέει τσι μάνας μου (σ.σ ο Κάρολος), τώρα θα έρθει ο Μουσάτος και θα μαζέψεις ούλα τα παιδιά τσι γειτονιάς και θα πεις ότι είναι δικά σου. (σ.σ. Οι Αυστριακοί αξιωματικοί έμεναν στο σπίτι της Βιργινίας Αποστολάκη και είχαν προστατεύσει αρκετές φορές τον άμαχο πληθυσμό. Σε επόμενο δημοσίευμα θα αναφέρω ένα ποιο σημαντικό περιστατικό μαζί με φωτογραφία του Κάρολου) Η απόδραση της Γαλάνενας Είχανε πιάσει την ΤαταροΜαρία (σ.σ. την Νιούρενα) και πήγανε να πιάσουνε και τη μάνα μου τη Γαλάνενα. Αλλά η μάνα μου ήτανε τολμηρή γυναίκα και δεν εφοβάτονε. Και σηκώνεται και πάει και βγαίνει από του ΜπριλοΔημήτρη τα κατώγεια, αν έχεις υπόψη σου, από εκεινανά τα καβροκέλια, και εξεπυτίρισενε εις του Μήτσο του Κουτρούλιο, από δώμα ως δώμα, από σκάλα σε σκάλα. Σπήλαια - Καταφύγια Στο σπηλιάρι στην πλαγιάδα, επηγαίναμε την κατοχή κάθε βράδυ. Γιατί ρίχνανε βόμβες οι γερμανοί, πηγαίναμε όλοι οι κατοχωριανοί Εβγαίναμε από το σπίτι μας, πηγαίναμε στο φάραγγα και βγαίναμε απάνω. Είναι ένας σπήλιος μεγάλος, από τσι Βάσως το σπίτι ίσα απάνω. Στρώναμε κουβέρτες και θυμούμαι το Σταματαντώνη. Ο Περιστερές είναι αλλού και επήγαμε και εκειά. Θυμούμαι και ήτονε μια στρογγυλή μαγλινάδα (σ.σ. στην είσοδο) και λέγανε πως ήτονε εικόνα. (σ.σ. Το κύριο καταφύγιο στο Σπήλι για την προστασία από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς ήταν το Σχίσμα στον Περιστερέ. Η παράδοση λέει ότι στην είσοδο του σπηλαίου υπήρχε μια ανάγλυφη εικόνα, την οποία δεν εντόπισα όταν επισκέφτηκα το χώρο. Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά για το σπήλαιο στην πλαγιά του βουνού Βορίζης. Προφανώς βόλευε η πρόσβαση τους κατοίκους από το Πάνω Χώρι και τη γειτονιά του πατρικού της Ζαμπίας) Πηγές: Φωτο αρχείο Ζαμπίας Α. Μαρινάκη
Fleepit Digital © 2021